Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ ολοκλήρωσε και παρουσίασε, τον Ιανουάριο 2016, την ετήσια Έκθεση του για την Εκπαίδευση του 2015 με τίτλο "Η ταυτότητα της ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης από το 2002 έως το 2014".
Στην Έκθεση αναλύεται το διεθνές (ΟΟΣΑ – Education at a glance 2014 & Education at a glance 2015, PISA 2006 - 2009 - 2012) και ευρωπαϊκό (EE-28, Eurostat Network EURYDICEC) πλαίσιο αναφοράς της ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με συγκριτική αποτύπωση όλων των διαθέσιμων οικονομικών και μη-οικονομικών μεγεθών και με διάκριση σε μεγέθη εισροών (επένδυση) και εκροών (παραγόμενα αποτελέσματα) των συστημάτων.
Στο πρώτο κεφάλαιο αποτυπώνονται συνοπτικά όλα τα διαθέσιμα βασικά μη-οικονομικά μεγέθη της ελληνικής Πρωτοβάθμιας & Δευτεριβάθμιας εκπαίδευσης, με παρουσίαση χρονοσειρών για την περίοδο 2002-2013 και ανάλυση επιμέρους δεικτών σε πίνακες τριετίας (2011-2013), ενώ για πρώτη φορά δημοσιοποιούνται στοιχεία και για τη Μεταδευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμιου επιπέδου εκπαίδευση.
Επιπλέον καταγράφονται πλήρως όλα τα διαθέσιμα βασικά οικονομικά μεγέθη (δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες) της ελληνικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για την περίοδο 2005-2013, σύμφωνα με τους δημοσιοποιημένους Οικονομικούς Απολογισμούς του κράτους.
Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο της έκθεσης επιχειρείται η αποτύπωση των βασικών μεγεθών των κρατών-μελών της ΕΕ-28 καθώς και η εξέλιξή τους με βάση τα ευρωπαϊκά επίπεδα αναφοράς. Η προσέγγιση των βασικών μεγεθών σε ευρωπαϊκό επίπεδο διακρίνεται σε μεγέθη επενδύσεων–εισροών στην εκπαίδευση και σε μεγέθη εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων–εκροών, στον βαθμό που επιτρέπει η διαθεσιμότητα των σχετικών στοιχείων.
Στόχος και των δύο κεφαλαίων είναι η εξέταση σημαντικών πτυχών των εισροών (inputs) στην εκπαίδευση, όπως είναι η δημόσια χρηματοδότηση, οι επενδύσεις στην υλικοτεχνική υποδομή και στο ανθρώπινο δυναμικό, καθώς και η προσέγγιση των παραγόμενων αποτελεσμάτων της εκπαίδευσης (educational outcomes) των κρατών-μελών της ΕΕ-28, με σκοπό να αναδειχθούν σημαντικά στοιχεία για την επιδιωκόμενη πρόοδο, τη σύγκλιση και τη συνοχή των εκπαιδευτικών συστημάτων των κρατών-μελών της Ε.Ε. στην πορεία τους για την επίτευξη των στόχων των προγραμμάτων για την Εκπαίδευση και την Κατάρτιση του 2020.
Σημαντικές πτυχές, όπως για παράδειγμα η διαχρονική εξέλιξη του εκπαιδευτικού προσωπικού που υπηρετεί στην εκπαίδευση συνολικά ή η ροή της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ανά επίπεδο/ βαθμίδα εκπαίδευσης, διαρθρώνουν τη δομή του δεύτερου κεφαλαίου της Έκθεσης.
Αντίστοιχα, στο τρίτο κεφάλαιο της μελέτης, αποτυπώνονται και αναλύονται οι δείκτες εισροών στην εκπαίδευση, καθώς και οι δείκτες εκροών/ παραγόμενων εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, προκειμένου να εκτιμηθεί: (α) η σχέση εισροών που επενδύονται και εκροών που παράγονται από τα συστήματα εκπαίδευσης των κρατών- μελών της ΕΕ-28 και του ΟΟΣΑ, (β) η συνολική πορεία της Ε.Ε. για τη σύγκλιση και ποιοτική αναβάθμιση των συστημάτων εκπαίδευσης και (γ) η θέση του εκπαιδευτικού συστήματος της Ελλάδας στο σύγχρονο ευρωπαϊκό και διεθνές πλαίσιο αναφοράς.
Το Κέντρο Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής στοχεύοντας στην πλήρη αποτύπωση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και αξιοποιώντας στοιχεία που διεθνείς, ευρωπαϊκές και εθνικές βάσεις δεδομένων συνέλλεξαν σε βάθος δεκαπενταετίας, φιλοδοξεί να συμβάλλει στην τεκμηρίωση ενός νέου εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού για την αναβάθμιση της ποιότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και την ουσιαστική αντιμετώπιση των πιθανών παθογενειών του.
Τα στοιχεία για τα μεγέθη που παρουσιάζονται στο πρώτο κεφάλαιο έχουν αντληθεί από την ΕΛΣΤΑΤ και από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, όπως ετήσια δημοσιοποιούνται στη διαδικτυακή της πλατφόρμα και έχουν αναπτυχθεί σε πλήρεις χρονοσειρές ανά μεταβλητή. Τα αντίστοιχα στοιχεία, για τα μεγέθη που παρουσιάζονται στο δεύτερο και το τρίτο κεφάλαιο, έχουν αντληθεί από την Eurostat και το Δίκτυο ΕΥΡΙΔΙΚΗ και τον ΟΟΣΑ (Education at a glance 2014 & 2015, PISA 2006-2009-2012) και από τις εκθέσεις προόδου σχετικά με την εφαρμογή του προγράμματος "Εκπαίδευση και Κατάρτιση 2020".
Μέσα από τη συστηματική ανάλυση των στοιχείων που παρέχει η Έκθεση, προκύπτουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα. Για παράδειγμα διαπιστώνεται ότι η ελληνική εκπαίδευση υποχρηματοδοτείται. Επίσης μελετώντας τα στοιχεία, διαφαίνεται πως η χώρα μας είναι μεταξύ των ουραγών στην εκπαιδευτική πρωτοπορία και καινοτομία. Τέλος, οι δείκτες που αφορούν στη χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών στην εκπαίδευση δεν είναι στο σημείο που θα έπρεπε.
Πιο συγκεκριμένα:
- Ως προς την υποχρηματοδότηση της ελληνικής εκπαίδευσης: το πρόβλημα εστιάζεται κυρίως στην προσχολική εκπαίδευση, οι υποδομές της οποίας δεν καλύπτουν το σύνολο των αναγκών των νηπίων. Επίσης, στο σύνολο των σχολείων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρουσιάζονται σοβαρά προβλήματα και ελλείψεις, τόσο στις φυσικές υποδομές (κτήρια), όσο και στις υποστηρικτικές υποδομές (χώροι εστίασης, εργαστηριακές υποδομές, χώροι πολλαπλών δραστηριοτήτων) και στους εκπαιδευτικούς πόρους (κατάλληλα διδακτικά υλικά, εξοπλισμός σε διδακτικά μέσα και αναλώσιμα υλικά). Επίσης, η Ελλάδα παρότι δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά σχολικής διαρροής εν τούτοις εμφανίζει ραγδαία αύξηση του αριθμού των NEETs (των νέων ανθρώπων έξω από την εκπαίδευση, την εργασία και την κατάρτιση).
- Ως προς τους δείκτες που αντικατοπτρίζουν τον βαθμό της εκπαιδευτικής πρωτοπορίας και καινοτομίας: στους στόχους που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διαπιστωθεί η πρόοδος εκσυγχρονισμού των εκπαιδευτικών συστημάτων, η Ελλάδα δεν βρίσκεται σε κανέναν από αυτούς μέσα στην πρώτη σε επίδοση πεντάδα χωρών, την ώρα που χώρες με αντίστοιχα κοινωνικοποικονομικά προβλήματα (Σλοβακία, Πορτογαλία, Εσθονία, Λετονία κλπ.) εμφανίζουν σαφώς καλύτερη εικόνα. Τούτο μαρτυρά πως δεν είναι μόνο η υποχρηματοδότηση, αλλά και η συνολική ποιοτική εικόνα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος που προκαλεί αυτό το φαινόμενο.
- Τέλος, ως προς τους δείκτες που αφορούν στη χρήση των Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνιών στην εκπαίδευση: φαίνεται πως δεν βρίσκονται στο επιθυμητό επίπεδο. Βάσει των στοιχείων της μελέτης, θα έπρεπε τουλάχιστον μία δεκαετία νωρίτερα οι συγκεκριμένοι δείκτες να έχουν τεθεί ως βασικοί στόχοι του προγράμματος της Κοινωνίας της Πληροφορίας στην εκπαίδευση, και μάλιστα με προτεραιότητα στα μη προνομιούχα σχολεία, στα μονοθέσια & ολιγοθέσια Δημοτικά σχολεία και στην Τεχνική και Επαγγελματική εκπαίδευση. Ωστόσο, η συνεχής ανάπτυξη των σύγχρονων τεχνολογιών, σε συνάρτηση με τη συστηματική διείσδυσή τους στην εκπαίδευση, διαφαίνεται πως μπορεί να μετατρέψει το εκπαιδευτικό αυτό μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, ώστε να αναβαθμιστούν στην κοινωνική συνείδηση πολύτιμες βαθμίδες και μονάδες της εκπαίδευσης.
Η ετήσια έκθεση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ, αξιοποιώντας τα δημοσιοποιημένα στοιχεία των εθνικών, ευρωπαϊκών και διεθνών βάσεων δεδομένων για την εκπαίδευση (της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, της EUROSTAT και του δικτύου EURYDICE, του OECD και της UNESCO), όπως αυτά αναρτώνται στο διαδίκτυο, μέσω της στατιστικής τους επεξεργασίας, επιχειρεί να αποτυπώσει τα βασικά ποσοτικά χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και του ευρωπαϊκού και διεθνούς πλαισίου αναφοράς. Με τον τρόπο αυτό, διευκολύνει την αναγνώριση των «δυνατών» και των "αδύνατων" σημείων του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και αναδεικνύει – σε επίπεδο στρατηγικού σχεδιασμού – τις πιθανές αντιφάσεις που εμπεριέχει και τις ανισότητες που ενδεχομένως προκαλεί.