Ο ιατρός αιματολόγος Δρ Αθανάσιος Φάσσας βραβεύτηκε για τις επιστημονικές επιδόσεις και τις ερευνητικές επιτυχίες του με το Βραβείο Αριστείας διακεκριμένου Έλληνα ερευνητή για το έτος 2004, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στις 20 Απριλίου 2005, στη Θεσσαλονίκη.
Το Βραβείο Αριστείας, το οποίο καθιέρωσε από φέτος η Επιτροπή Ερευνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, εντάσσεται στην πολιτική 'αριστείας' για την ενίσχυση του ΑΠΘ στο παγκοσμιοποιημένο και ανταγωνιστικό περιβάλλον έρευνας και επιστήμης. Στο πλαίσιο αυτό, χορηγούνται υποτροφίες στους καλύτερους υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδακτορικούς ερευνητές του Πανεπιστημίου, ενώ απονέμεται και το συγκεκριμένο Βραβείο Αριστείας σε έναν διακεκριμένο Έλληνα ερευνητή εκτός της Πανεπιστημιακής κοινότητας.
Ο Δρ Φάσσας, διευθυντής του αιματολογικού τμήματος του Νοσοκομείου 'Γ. Παπανικολάου', προτάθηκε ομόφωνα για το φετινό βραβείο και συγκέντρωσε την υψηλότερη βαθμολογία μεταξύ των υποψηφίων. Κριτήρια αξιολόγησης ήταν τόσο οι σπουδές και το ερευνητικό του έργο (δημοσιεύσεις, δείκτες αναφορών και επιρροής, ερευνητική πρακτική, διακρίσεις, καινοτομία και εφαρμογές), όσο και η κοινωνική συμβολή και το ήθος στην άσκηση της Επιστήμης.
Ο Δρ Αθανάσιος Φάσσας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και συνέχισε τις σπουδές του στην αιματολογία, ογκολογία και ανοσολογία στο Ινστιτούτο Ογκολογίας και Ανοσογενετικής στο Παρίσι. Ειδικεύτηκε στη μεταμόσχευση μυελού στο καντονικό νοσοκομείο της Βασιλείας της Ελβετίας και ασχολήθηκε με τις τεχνικές κατάψυξης του μυελού και αυτομεταμόσχευσης στο Νοσοκομείο Saint-Antoine του Παρισιού.
Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, εργάστηκε στην Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική του ΑΠΘ, στο Νοσοκομείο 'Αγία Σοφία'. Με την έναρξη λειτουργίας του ΕΣΥ ανέλαβε διευθυντής της νεοσύστατης Αιματολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου 'Γ. Παπανικολάου', θέση που κατέχει μέχρι σήμερα.
Το 1983 εισήγαγε στην Ελλάδα τη χρήση μεγαθεραπειών, δηλαδή χημειοθεραπείας υψηλών δόσεων, και το 1985 την αυτομεταμόσχευση μυελού των οστών για την αντιμετώπιση της λευχαιμίας και των λεμφωμάτων. Οι πρωτοποριακές του έρευνες συνεχίστηκαν το 1990 με την εισαγωγή της μεθόδου κρυοκατάψυξης μυελού σε υγρό άζωτο και τη διενέργεια αλλογενών μεταμοσχεύσεων μυελού οστών. Την ίδια εποχή το Αιματολογικό τμήμα γίνεται μέλος της Ευρωπαϊκής Ομάδας Μεταμόσχευσης Αίματος και Μυελού Οστών. Σήμερα η μονάδα μεταμόσχευσης διενεργεί περισσότερες από 60 μεταμοσχεύσεις ετησίως, ενώ ο συνολικός αριθμός των μεταμοσχεύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα ξεπερνά τις 600.
Το 1995 η Αιματολογική κλινική του Νοσοκομείου 'Γ. Παπανικολάου' ήταν από τα πρώτα κέντρα παγκοσμίως που εισήγαγαν την αυτομεταμόσχευση μυελού στη θεραπεία των αυτοανόσων παθήσεων, εφαρμόζοντας σε συνεργασία με την Γ΄ Πανεπιστημιακή Νευρολογική Κλινική του ίδιου νοσοκομείου, τη θεραπεία αυτή για την αντιμετώπιση των βαρειών μορφών της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Το 1998 ο Δρ Φάσσας ορίστηκε Γραμματέας της Ομάδας Εργασίας Αυτοανόσων Παθήσεων της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Μεταμόσχευσης Αίματος και Μυελού των Οστών, θέση που διατήρησε για έξι χρόνια.
Από το 2003 ο Δρ Φάσσας, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιατρικής Γενετικής του Πανεπιστημίου της Washington, ασχολείται με την εφαρμογή θεραπευτικών πρωτοκόλλων γονιδιακής θεραπείας για την αντιμετώπιση της μεσογειακής αναιμίας-θαλασσαιμίας και άλλων συγγενών αναιμιών καθώς και της νόσου του μοσχεύματος κατά του ξενιστή, την πλέον επικίνδυνη επιπλοκή της μεταμόσχευσης μυελού οστών. Παράλληλα, διενεργεί μελέτες αναγεννητικής κυτταρικής θεραπείας τόσο σε πειραματικά ζωικά μοντέλα όσο και σε κλινικό επίπεδο.
Ο Δρ Φάσσας διετέλεσε επίσης Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής και της Επιτροπής Νοσοκομειακών Λοιμώξεων του Νοσοκομείου 'Γ. Παπανικολάου', μέλος του Εθνικού Συμβουλίου Μεταμοσχεύσεων του Υπουργείου Υγείας-Πρόνοιας και μέλος της Επιτροπής Ογκολογίας του. Είναι μέλος σε πολλές ελληνικές και ξένες επιστημονικές εταιρείες και συνιδρυτής και συντάκτης του περιοδικού 'Haema'. Έχει περίπου 406 τίτλους δημοσιεύσεων σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, διαλέξεων και ανακοινώσεων σε συνέδρια, 500 βιβλιογραφικές αναφορές και περισσότερους από 200 δείκτες επιρροής.