Ποιοτικά αγροτικά προϊόντα, αειφόρος διαχείριση φυσικών πόρων και ανάπτυξη της υπαίθρου, οι νέες επιλογές της αγροτικής έρευνας

23.07.2001

Οι δραστηριότητες του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Ερευνας (ΕΘΙΑΓΕ) παρουσιάστηκαν στην ημερίδα 'Σύνδεση της αγροτικής έρευνας με την παραγωγή ' που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 2 Ιουλίου 2001. Η εκδήλωση αποτέλεσε μια πρώτη προσπάθεια να έρθουν σε πιο στενή επαφή οι ερευνητές του ΕΘΙΑΓΕ με τους ανθρώπους της παραγωγής και των επιχειρήσεων της χώρας. 

Κατά τη διάρκεια της ημερίδας παρουσιάστηκαν πολλές και ενδιαφέρουσες εισηγήσεις για τις ερευνητικές δραστηριότητες των ινστιτούτων του ΕΘΙΑΓΕ σε διάφορους τομείς: ποιότητα και ασφάλεια τροφίμων , γαλακτομικά προϊόντα , αμπελοοινικός τομέας , τεχνολογία ξύλου , προοπτικές του αλιευτικού τομέα , πολλαπλασιαστικό υλικό βαμβακιού , κ.ά. 

Απευθύνοντας χαιρετισμό, κατά την έναρξη της ημερίδας, ο υπουργός Γεωργίας κ. Γ. Ανωμερίτης αναφέρθηκε στην προωθούμενη διοικητική και επιστημονική ανασυγκρότηση του ΕΘΙΑΓΕ (έχει κατατεθεί στη Βουλή σχετικό Νομοσχέδιο του υπουργείου Γεωργίας), καθώς και στις προτεραιότητες του φορέα για την ανασυγκρότηση της υπαίθρου, την ανάπτυξη της περιφέρειας, την παραγωγή ποιοτικών αγροτικών προϊόντων και την αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων. 

O υπουργός επεσήμανε τη συνεισφορά του ΕΘΙΑΓΕ στην ορθή διαχείριση των υδατικών πόρων. Δεδομένου ότι το 87,4 % των υδατικών πόρων καταναλώνεται από τις γεωργικές δραστηριότητες, η κατασκευή συστημάτων φυσικής επεξεργασίας αστικών υγρών αποβλήτων και η επαναχρησιμοποίησή τους για άρδευση (έργο που υλοποιείται με επιτυχία από το ΕΘΙΑΓΕ, πιλοτικά στην περιοχή του Γαλλικού ποταμού Ν. Θεσ/νίκης), μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην εξοικονόμηση καθαρών υδάτων και στην προστασία του περιβάλλοντος, ιδιαίτερα των αγροτικών περιοχών. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίασε η εναρκτήρια ομιλία του Δρ. Σ. Βυζαντινόπουλου, Γενικού Διευθυντή ΕΘΙΑΓΕ , ο οποίος αναφέρθηκε στη νέα αναπτυξιακή πολιτική του ΕΘΙΑΓΕ που αποσκοπεί στην παραγωγή ανταγωνιστικής και καινοτόμου έρευνας σε όλες τις φάσεις της αγροτικής παραγωγικής διαδικασίας, με την εφαρμογή τεχνολογιών αιχμής, π.χ. Βιοτεχνολογία , Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών , Γεωργία Ακρίβειας (Precision Agriculture), Γεωργική Πληροφορική , Νέες Τεχνολογίες Επεξεργασίας Τροφίμων

Οπως επεσήμανε ο κ. Βυζαντινόπουλος, το συγκριτικό πλεονέκτημα του ΕΘΙΑΓΕ σε σύγκριση με άλλους ερευνητικούς, εκπαιδευτικούς, παραγωγικούς και αναπτυξιακούς φορείς, είναι ότι κάτω από ενιαία διοικητική και ερευνητική - επιστημονική κατεύθυνση καλύπτονται όλες οι δραστηριότητες της αγροτικής παραγωγικής διαδικασίας , από το σπόρο - πολλαπλασιαστικό υλικό μέχρι και το τελικό προϊόν, ως και οι ερευνητικές επιστημονικές δραστηριότητες που αναφέρονται στην αειφόρο διαχείριση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων.

Σύμφωνα με τον Γεν. Διευθυντή του ΕΘΙΑΓΕ, με το νέο θεσμικό πλαίσιο τίθεται για πρώτη φορά το ζήτημα της 'επιχειρηματικότητας της έρευνας και του ερευνητή' και της θεσμικής διασύνδεσης του ερευνητή με άλλους χώρους της οικονομικής ζωής, και όχι μόνο σε σχέση με τα εσωτερικά δρώμενα των Ερευνητικών Ινστιτούτων. Δίνεται, έτσι, η ευκαιρία στο ΕΘΙΑΓΕ, με τη νέα οργανωτική του αναδιάρθρωση (διοικητική αποκέντρωση, δημιουργία Εθνικών Ινστιτούτων ανά προϊόν, Κέντρα Εφαρμογής Αγροτικής Ερευνας, Υπηρεσίες Marketing Αγροτικών Προϊόντων, κλπ.) να υλοποιήσει καλύτερη την πρόκληση που περικλείεται στο περίγραμμα: 'αγροτική έρευνας - παραγωγή νέας γνώσης και τεχνολογικής καινοτομίας - προϊόν εμπορικά εκμεταλλεύσιμο - οικονομική ανάπτυξη - μείωση ανεργίας'. 

Ο κ. Βυζαντινόπουλος παρουσίασε στατιστικά στοιχεία για την ερευνητική και επιστημονική δραστηριότητα του ΕΘΙΑΓΕ την περίοδο 1998-2000. Σύμφωνα με αυτά, ο αριθμός των ερευνητικών έργων και μελετών / ερευνητή βαίνει αυξανόμενος από το 1998 (0,5) προς το 2000 (1,08), ενώ ο αριθμός δημοσιεύσεων / ερευνητή βαίνει αυξανόμενος από το 1998 (1,85) προς το 2000, όπου εκτιμάται να είναι μεγαλύτερος του 2,21 . Παρατηρείται δηλαδή σημαντική βελτίωση της ερευνητικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με το έτος αναφοράς (1992), όπου ο δείκτης 'αριθμός ερευνητικών έργων και μελετών / ερευνητή' είναι 0,40.