Η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας οργάνωσε κατά τη διάρκεια του διμήνου Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2000, την αξιολόγηση των εποπτευόμενων ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων της (την τρίτη κατά σειρά στο διάστημα των τελευταίων 15 ετών). Η αξιολόγηση αυτή ανταποκρινόταν στη γενικότερη απαίτηση για διαφάνεια στη λειτουργία των θεσμών και των φορέων και αποσκοπούσε στη συσχέτιση των αιτημάτων τους για περαιτέρω χρηματοδότηση με την αποτίμηση των επιδόσεων τους.
Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκαν 48 ερευνητικά ινστιτούτα της χώρας, τα οποία διαρθρώθηκαν σε 13 θεματικές ενότητες. Στις επιτροπές εμπειρογνωμόνων χρησιμοποιήθηκαν ως επί το πλείστον ερευνητές από το εξωτερικό. Σε κάθε ομάδα αξιολογητών συμμετείχε και ένας Έλληνας εμπειρογνώμονας από το χώρο των χρηστών των ερευνητικών αποτελεσμάτων.
Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης παρουσιάστηκαν σε ημερίδα που πραγματοποίησε η ΓΓΕΤ στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2001. Στην εκδήλωση συμμετείχαν εκπρόσωποι των ερευνητικών και τεχνολογικών φορέων της χώρας.
Σε εισήγησή του, ο Υπουργός Ανάπτυξης Ν. Χριστοδουλάκης επεσήμανε τη σημασία της έρευνας στην οικονομική ευμάρεια της χώρας, αλλά και τη σημασία της αξιολόγησης ως μια απαραίτητη διαδικασία για την ενίσχυση της αξιοπιστίας των Ερευνητικών φορέων στην Κοινωνία. Επίσης, αναφέρθηκε στις βασικές προτεραιότητες της ερευνητικής πολιτικής της κυβέρνησης (βελτιωμένη επιστημονική επίδοση, οικονομική και κοινωνική αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, αποτελεσματική διαχείριση της έρευνας).
Αναφερόμενος στην αξιολόγηση, ο Υπουργός επεσήμανε ότι το ελληνικό ερευνητικό σύστημα είναι εξόχως ανταγωνιστικό, σύμφωνα με διεθνείς συγκρίσεις και πρότυπα. Υπάρχουν όμως φαινόμενα πολυδιασποράς και επικαλύψεων μεταξύ των ερευνητικών φορέων, γεγονός που καθιστά απαραίτητη τη μεγέθυνση και ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους μέσω συνενώσεων, συμμαχιών και συνεργειών. Σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένου ότι το ερευνητικό σύστημα θα πρέπει να αναπροσανατολίζεται από τομείς που έχουν ξεπεραστεί, να ανασχεδιάζεται και να αναπροσαρμόζεται στις νέες απαιτήσεις, το Υπουργείο Ανάπτυξης προτίθεται να προχωρήσει στην αναδιοργάνωση των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων που εποπτεύονται από τη ΓΓΕΤ.
Αλλα βασικά σημεία της ομιλίας του κ. Χριστουδουλάκη ήταν τα ακόλουθα:
- παρατηρείται μια γενικότερη αδυναμία των χωρών της ΕΕ να εντάξουν, έγκαιρα και αποτελεσματικά, τα αποτελέσματα της έρευνας στην οικονομική ανάπτυξη τους
- υπάρχει συστηματική απροθυμία των επιχειρήσεων να δαπανήσουν ποσά για την έρευνα
- η γνώση και η επιστήμη θα πρέπει να ενσωματωθούν στην παραγωγική διαδικασία
- θα πρέπει να διαμορφωθούν εκείνες οι συνθήκες ώστε η χρηματοδότηση της έρευνας να γίνει πειστική επένδυση για το ελληνικό παραγωγικό σύστημα
- θα επαναφερθεί ο θεσμός των matching funds (χορήγηση συγχρηματοδοτήσεων) των ερευνητικών προγραμμάτων στα ελληνικά Ερευνητικά Κέντρα και Πανεπιστήμια
- η βασική έρευνα αποτελεί μεν συνιστώσα της πολιτικής Ε&ΤΑ, το γεγονός αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για να μην λαμβάνει η Πολιτεία μέτρα για τη σύνδεση έρευνας και παραγωγής
- θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα μόνιμο σύστημα αξιολόγησης και επιβράβευσης (και οικονομικής)
- η πρόκληση είναι πώς θα διαμορφωθούν πόλοι επιστημονικής αριστείας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην ΕΕ.
Ακολούθησαν εισηγήσεις των διευθυντών των ερευνητικών κέντρων και ινστιτούτων, οι οποίοι σχολίασαν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης και αναφέρθηκαν στις μελλοντικές ενέργειες των φορέων τους. Βασικά σημεία των επισημάνσεων τους ήταν τα ακόλουθα:
- το ερευνητικό σύστημα ανταποκρίθηκε θετικά στην αξιολόγηση
- η υποστήριξη της βιομηχανίας δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης των Ερευνητικών Κέντρων και Ινστιτούτων
- η αξιολόγηση έδειξε ότι οι ελληνικοί φορείς παρουσιάζουν υψηλότερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
- είναι ανάγκη να αναπτυχθούν δεσμοί με τα ακαδημαϊκά ιδρύματα.
Σε παρέμβαση του, ο Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών, κ. Δ. Λουκάς, εξέφρασε την ανησυχία και την αντίθεση της Ένωσης, όσον αφορά την πιθανή μετατροπή των ερευνητών σε επιχειρηματίες, κατεύθυνση προς την οποία, όπως υποστήριξε, κινούνται οι πρόσφατες πρωτοβουλίες του Υπουργείο Ανάπτυξης. Επεσήμανε μάλιστα, ότι χωρίς την ενίσχυση της βασικής έρευνας δεν μπορεί να υπάρξει εφαρμοσμένη και βιομηχανική έρευνα με προοπτική. Η Ένωση Ελλήνων Ερευνητών πρότεινε τη δημιουργία επιτροπής από τη Βουλή, αποτελούμενης από κορυφαίους Έλληνες και Ευρωπαίους επιστήμονες, η οποία θα υποβάλλει τις προτάσεις της για το νέο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης της έρευνας και για τη διαμόρφωση εθνικής ερευνητικής πολιτικής.
Απαντώντας, ο Γενικός Γραμματέας Έρευνας και Τεχνολογίας, Δ. Δενιόζος υποστήριξε ότι υπάρχουν δράσεις στο ΕΠΑΝ που χρηματοδοτούν τη βασική έρευνα, ενώ όσον αφορά την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας επεσήμανε ότι στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι να ενθαρρυνθούν/ενισχυθούν εκείνοι οι ερευνητές που είναι σε θέση να αξιοποιήσουν εμπορικά τα αποτελέσματα των ερευνών τους, και όχι να μετατραπούν τα ερευνητικά κέντρα σε επιχειρήσεις.
Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης παρουσιάζονται στο δικτυακό κόμβο της ΓΓΕΤ, προκειμένου να διασφαλιστεί η διαφάνεια της διαδικασίας, να δοθεί η δυνατότητα να ενημερωθούν άμεσα τα ινστιτούτα, η επιστημονική κοινότητα της χώρας και κάθε ενδιαφερόμενος για τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, και παράλληλα να σχολιαστούν τα συγκεκριμένα κείμενα.