Η τηλεργασία στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε αρκετά χαμηλό επίπεδο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποίησαν οι εταιρείες 01 Πληροφορική, Μέντωρ Εκπαιδευτική και MDM, για το Υπουργείο Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, και αφορούσε στην προώθηση και εφαρμογή της τηλεργασίας στην Ελλάδα. Παρόλο που οι ελληνικές επιχειρήσεις εμφανίζονται, σύμφωνα με την έρευνα, ώριμες για την εφαρμογή της τηλεργασίας στη παραγωγική τους διαδικασία, η πλειονότητα αυτών χρησιμοποιεί την άμεση επίβλεψη των εργαζομένων ως μέθοδο διαχείρισης της εργασίας.
Η επιλογή του δείγματος της έρευνας έγινε με βάση τη διεθνή εμπειρία για τους κλάδους της οικονομίας που ευνοούν την ανάπτυξη και εφαρμογή της τηλεργασίας. H επιλογή των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα ως προς το μέγεθος (αριθμός εργαζομένων) έγινε με βάση την υπάρχουσα κατάσταση στην Ελλάδα, προκειμένου να είναι δυνατή η εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων.
Συνολικά, συμμετείχαν 58 επιχειρήσεις από τον τομέα της πληροφορικής, των συμβουλευτικών υπηρεσιών, των τηλεπικοινωνιών, των εκδόσεων, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και της εκπαίδευσης. Οι συγκεκριμένοι οικονομικοί κλάδοι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, συνιστώνται ως εργοδότες τηλεργαζομένων με βάση το αντικείμενο των εργασιών τους και τις μεθόδους ή πρακτικές που χρησιμοποιούν στη παραγωγική τους διαδικασία.
Οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνα εμφανίζονται σε μεγάλο ποσοστό (62%) ώριμες για την εφαρμογή της τηλεργασίας στην παραγωγική τους διαδικασία, καθώς αναθέτουν καλά καθορισμένα καθήκοντα χωρίς ή με χαμηλή επόπτευση, και παρέχουν ευελιξία στον καθορισμό καθηκόντων είτε σε ομάδες είτε σε μεμονωμένους εργαζόμενους. Επιπλέον, ένας σημαντικός αριθμός επιχειρήσεων επιτρέπει την εκτός γραφείου εργασία σε ανώτερα (58%) και μεσαία στελέχη (37%) και σε υπευθύνους έργων (18%), ενώ μόλις το 16% των επιχειρήσεων δεν παρέχει αυτή τη δυνατότητα.
Από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει, επίσης, ότι η πλειονότητα των επιχειρήσεων (58%) χρησιμοποιεί την άμεση επίβλεψη των εργαζομένων ως μέθοδο διαχείρισης της εργασίας, γεγονός που φαίνεται να λειτουργεί αποτρεπτικά στην υιοθέτηση της τηλεργασίας ως παραγωγικής διαδικασίας. Σημαντικά, όμως, είναι και τα ποσοστά των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται την εργασία μέσω καθορισμού στόχων σε ομάδες εργαζομένων (περίπου 20%) ή σε μεμονωμένους εργαζόμενους (περίπου 10%), αλλά και των επιχειρήσεων που διαχειρίζονται την εργασία κατά περίπτωση (7%), μέθοδοι που ευνοούν ιδιαίτερα την ανάπτυξη της τηλεργασίας.
Σύμφωνα με τους συντάκτες της έρευνας, η διείσδυση της τηλεργασίας στην Ελλάδα βρίσκεται ακόμη σε χαμηλό επίπεδο, αφού οι περιπτώσεις εφαρμογής της είναι μέχρι σήμερα αποσπασματικές, απομονωμένες και μη οργανωμένες. Ένας ακόμα παράγοντας που εμποδίζει την ανάπτυξη αυτής της μορφής εργασίας είναι η έλλειψη θεσμικού πλαισίου που θα κατοχυρώνει την τηλεργασία, τόσο από την πλευρά των εργοδοτών (επιχειρήσεις και οργανισμοί του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) όσο, κυρίως, και από την πλευρά των εργαζομένων.
Σύμφωνα με έρευνες που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα η διείσδυση της τηλεργασίας ως μορφή εργασίας στην Ευρώπη ανέρχεται στο 13% με προεξάρχουσες χώρες στην εξάσκηση τηλεργατικών πρακτικών οποιασδήποτε μορφής την Ολλανδία (26,4%), τη Φινλανδία (21,8%), τη Δανία (21,5%) και τη Σουηδία (18,7%).