Βήμα διαδικτυακού διαλόγου για την οικονομία της γνώσης

16.10.2003

Οι έννοιες της οικονομίας και της κοινωνίας της γνώσης, η θέση της Ελλάδας στις τεχνολογικές εξελίξεις και οι δράσεις που απαιτούνται για την ένταξη της χώρας στην παγκόσμια οικονομία της γνώσης είναι μερικά από τα θέματα που εξετάζονται στο κείμενο 'Προς την οικονομία της γνώσης', που δημοσίευσε η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) τον προηγούμενο μήνα.

Στόχος της ΓΓΕΤ είναι να διαμορφώσει ένα βήμα διαλόγου στην ιστοσελίδα της για την ανταλλαγή απόψεων και προβληματισμών μεταξύ διοίκησης και πολιτών.

Σύμφωνα με το κείμενο της ΓΓΕΤ, βασικό στοιχείο στη στρατηγική για την οικονομία της γνώσης είναι η ικανότητα επιλογής του είδους των πληροφοριών που πρέπει να παραχθούν ή να συλλεχθούν, καθώς και ο χρονισμός και το κόστος αυτών των δραστηριοτήτων. Η ανάπτυξη και αξιοποίηση νέας γνώσης αποτελεί πλέον ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για τις επιχειρήσεις, οι οποίες συχνά συνασπίζονται σε ομάδες ( clusters) και συνεργάζονται με δημόσιους οργανισμούς παραγωγής γνώσης για την καλύτερη αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων.

Τις τελευταίες δεκαετίες έχει αυξηθεί ο όγκος της παραγόμενης επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης, ενώ οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές,   οι τεχνολογίες επικοινωνιών και το διαδίκτυο ενίσχυσε την ικανότητα αποθήκευσης, επεξεργασία και μεταβίβασης πληροφοριών και δεδομένων. Επιπλέον, εξελίχθηκε η έννοια της καινοτομίας, με νέα ή βελτιωμένα προϊόντα να συμβάλλουν στην τεχνολογική και οικονομική ανάπτυξη.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η τεχνολογία ακολουθεί κυρίως τις εξελίξεις που διαμορφώνονται στις ΗΠΑ με 10 ως 50 έτη απόκλιση, ανάλογα με το είδος και τον τομέα της τεχνολογίας. Η συντηρητική αντιμετώπιση των τεχνολογικών κινδύνων, η υιοθέτηση δοκιμασμένων τεχνολογιών και η περιορισμένη επιστημονική παιδεία των επιχειρηματιών οδηγεί στη συγκρότηση ενός εθνικού παραγωγικού ιστού χαμηλής και μέσης τεχνολογίας.

Ως προς την ανταγωνιστικότητα, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ 30 ης και 40ης θέσης, παρουσιάζοντας σοβαρή υστέρηση σε τομείς όπως οι ρυθμίσεις της αγοράς εργασίας, οι εξαγωγές και η εισροή ξένων επενδύσεων, τα δημοσιονομικά και οι επιστημονικές και εκπαιδευτικές υποδομές.

Η πολιτική της χώρας για την ένταξή της στην παγκόσμια οικονομία της γνώσης προβλέπει την αύξηση των επενδύσεων για την έρευνα στο 1,5% του ΑΕΠ, με συμμετοχή των επιχειρήσεων κατά 40%, μέχρι το 2010. Παράλληλα απαιτείται ενίσχυση της ζήτησης για νέα γνώση, προώθηση της καινοτομίας, προσέλκυση ξένων επενδυτών, καθώς και τακτική αποτίμηση των ήδη εφαρμοζόμενων Επιχειρησιακών Προγραμμάτων για την Ανταγωνιστικότητα και την Κοινωνία της Πληροφορίας.

Σημαντικός είναι και ο ρόλος της εκπαίδευσης και της ενημέρωσης για την εξοικείωση των πολιτών με τις νέες τεχνολογικές και επιστημονικές γνώσεις. Πέρα από την προσέλκυση νέων επιστημόνων, η ελληνική έρευνα προσανατολίζεται, μεταξύ άλλων, στη δημιουργία νέων ινστιτούτων, την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και την ανάπτυξη υποστηρικτικών δράσεων για την καινοτομία.