Ο Φώτης Καφάτος, ένας από τους σημαντικότερους βιολόγους στον κόσμο, κορυφαίος δάσκαλος και ερευνητής, απεβίωσε το Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017. Ο Φ. Καφάτος ήταν ο πρώτος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας, ο δημιουργός του Ινστιτούτου Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, ενώ διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard και στο Imperial College, καθώς και στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Κρήτης.
Θεμελιωτής της Μοριακής Βιολογίας στην Ελλάδα, ο Φ. Καφάτος ήταν ένας από τους πρωτοπόρους στην παγίωση της μοριακής προσέγγισης στην έρευνα, καθώς και στην ανάπτυξη και καθιέρωση της τεχνολογίας του ανασυνδυασμένου DNA. Συνέβαλε καθοριστικά στην επανάσταση που έφερε η Μοριακή Βιολογία στις Βιοεπιστήμες.
Ο Φ. Καφάτος γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης τις 16 Απριλίου 1940 και από νωρίς διακρίθηκε για την ευφυΐα του. Αποφοίτησε από το Λύκειο «Ο Κοραής» και έφυγε αμέσως για σπουδές στις ΗΠΑ με υποτροφία. Απέκτησε το πτυχίο Ζωολογίας από το Πανεπιστήμιο Cornell το 1961 και ένα χρόνο αργότερα το Μάστερ Βιολογίας από το Πανεπιστήμιο Harvard, όπου παρέμεινε για τη διδακτορική διατριβή του, την οποία ολοκλήρωσε το 1965. Την ίδια χρονιά εξελέγη επίκουρος καθηγητής στο πανεπιστήμιο, ενώ το 1969 έγινε ο νεαρότερος τακτικός καθηγητής θετικών επιστημών του Harvard, σε ηλικία μόλις 29 ετών.
Από το 1972 μέχρι το 1982 διατέλεσε καθηγητής Βιολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και από το 1982 καθηγητής Βιολογίας στο πανεπιστήμιο Κρήτης, θέτοντας τις βάσεις για την ανάπτυξη της Μοριακής Βιολογίας στη χώρα μας. Το 1982 ίδρυσε το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας, του οποίου ήταν πρόεδρος μέχρι το 1993, στο Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ) στο Ηράκλειο Κρήτης. Την περίοδο 1993-2005 ήταν γενικός διευθυντής του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (EMBL) στη Χαϊλδεβέργη, θέση που διατήρησε για δύο θητείες συμβάλλοντας στην ανανέωση και επέκταση του EMBL. Το 2005 εκλέχθηκε καθηγητής Ανοσογονιδιωματικής στο Imperial College του Λονδίνου, ενώ πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (European Research Council), και υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος του Επιστημονικού του Συμβουλίου (2006-2010).
Ο Φώτης Καφάτος στην επιστημονική διαδρομή του έκανε πολλές σημαντικές ανακαλύψεις στη μοριακή βιολογία και στη γενετική, αφήνοντας το αποτύπωμά του τόσο στη θεωρητική όσο και στην εφαρμοσμένη βιολογία. Υπήρξε ένας από τους θεμελιωτές των προγραμμάτων ανάγνωσης του DNA των εντόμων, μεταξύ των οποίων και του κουνουπιού, φορέα της ελονοσίας στον άνθρωπο.
Υπήρξε ο θεμελιωτής του προγράμματος της χαρτογράφησης και αλληλούχισης του γονιδιώματος της Drosophila melanogaster, ενώ τη δεκαετία 2000 – 2010 υπήρξε πρωτοπόρος στην αποκρυπτογράφηση του γονιδιώματος του κουνουπιού-φορέα της ελονοσίας (Anopheles gambiae) στον άνθρωπο. Συνέβαλε καθοριστικά στην ανάπτυξη νέων προσεγγίσεων για την καταπολέμηση της ελονοσίας. Επίσης, ασχολήθηκε ενεργά με τη προώθηση της έρευνας και της επιστημονικής εκπαίδευσης στον αναπτυσσόμενο κόσμο.
Η συμβολή του υπήρξε παγκοσμίως καθοριστική και το επιστημονικό του έργο έχει αναγνωριστεί μέσα από πολυάριθμα μετάλλια, τιμητικούς τίτλους και αξιώματα καθηγητή και μέλους σε 9 Ακαδημίες, ανάμεσα στις οποίες η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ, η Royal Society of London, η Γαλλική Ακαδημία Επιστημών και η Ποντιφική Ακαδημία Επιστημών. Οι δημοσιευμένες επιστημονικές εργασίες του που αναφέρονται στην PubMed είναι εντυπωσιακές τόσο από πλευράς ποσότητας (υπερβαίνουν τις 350) όσο και από πλευράς ποιότητας (έχουν δημοσιευθεί στα πλέον έγκυρα επιστημονικά περιοδικά).
Προς τιμή του, η Πανελλήνια Ένωση Βιοεπιστημόνων (ΠΕΒ) έχει θεσμοθετήσει τον θεσμό "Βραβείο Αριστείας στη Βιολογία - Φώτης Καφάτος", το οποίο απονέμεται κάθε δύο χρόνια σε νέου/ες επιστήμονες για το ερευνητικό τους έργου κυρίως εντός της Ελλάδας, ως συμβολική τιμή στον διεθνώς καταξιωμένο βιολόγο ερευνητή και δάσκαλο.
Συνέντευξη του Φ. Καφάτου στο "Καινοτομία, Έρευνα και Τεχνολογία" όταν ανέλαβε την προεδρία του ERC
"Χρειάζεται μια πολιτική για την ενσωμάτωση της επιστήμης στην εκπαίδευση, ως διαδικασία και τρόπος ζωής, όχι μόνο ως γνώσεις" είχε δηλώσει ο Φ. Καφάτος σε συνέντευξη του στο περιοδικό "Καινοτομία, Έρευνα και Τεχνολογία" του ΕΚΤ, το 2006 (τ. 56), μόλις είχε αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας (ERC).
Σε αυτή τη συνέντευξη είχε μιλήσει για το όραμά του όσον αφορά το νεοσύστατο τότε αυτόν θεσμό για την προώθηση της επιστημονικής αριστείας και της ενίσχυσης των νέων, αλλά και πιο έμπειρων, ερευνητών στην έρευνα αιχμής. "To Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Έρευνας έχει την ευθύνη να κάνει κάτι τελείως διαφορετικό από τα υπόλοιπα προγράμματα της ΕΕ: να δώσει στους καλύτερους επιστήμονες, αρχίζοντας από τους νέους, τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν στο μέγιστο τις ικανότητές τους για πρωτοποριακή έρευνα. Θέλουμε να δώσουμε στους νέους την ανεξαρτησία τους, τη δική τους ομάδα, ώστε, με βάση τις ιδέες και την ποιότητα της δουλειάς τους, να χρηματοδοτούνται, σε χρόνο που δεν θα ξεπερνά τη δεκαετία μετά το διδακτορικό τους, για να υλοποιήσουν αυτόνομα την έρευνά τους" είχε δηλώσει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενος στην χρηματοδότηση της έρευνας σε εθνικό επίπεδο είχε δηλώσει: "Η πρόκληση για τα ευρωπαϊκά κράτη είναι να ενθαρρύνουν το ερευνητικό δυναμικό τους, να δώσουν στους νέους ανεξαρτησία και εθνική χρηματοδότηση για να αποδώσουν και να γίνουν ικανοί να ανταγωνιστούν διεθνώς. Μια γερή εθνική βάση είναι απαραίτητη για την ανταγωνιστικότητα της χώρας στο διεθνές περιβάλλον. Έτσι, οι χώρες που θα επιδιώξουν να μειώσουν τις δικές τους επενδύσεις ή δεν θα χρηματοδοτήσουν αξιοκρατικά τους καλύτερους, θα κάνουν τραγικό λάθος το οποίο θα πληρώσουν αργότερα".
Στην ίδια συνέντευξη είχε αναφερθεί, μεταξύ άλλων, και στη διεπιστημονικότητα της έρευνας: "Η διεπιστημονικότητα είναι πολύτιμο στοιχείο για τη ριζοσπαστική πρόοδο της επιστήμης. Αντίθετα από ότι συνήθως λέγεται, οι ειδικότητες δεν έχουν πια τόσο μεγάλη σημασία. Για παράδειγμα, η Βιολογία έχει αλλάξει τελείως και επανειλημμένα τα τελευταία είκοσι χρόνια. Παλαιότερα, υπήρχαν πολλές, συχνά περιοριστικές, ειδικότητες, που όμως εξελίχθηκαν τελικά σε έναν ευρύτερο χώρο, όπου οι επιστήμονες κινούνται από το ένα θέμα στο άλλο πολύ ευκολότερα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι τεχνικές που έχουν αναπτυχθεί μας επιτρέπουν να κάνουμε έρευνες σε πολλούς διαφορετικούς οργανισμούς με τον ίδιο τρόπο. Δεν παίζει ρόλο εάν κάποιος ερευνητής έχει ασχοληθεί με φυτά, ζώα ή μικροοργανισμούς στο παρελθόν. Σήμερα έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κατεύθυνση στην έρευνά του εύκολα. Η διεπιστημονικότητα γίνεται κεντρικό γνώρισμα της έρευνας σήμερα και βγάζει την επιστήμη από τα στεγανά. Είναι σχεδόν αναγκαία για τη δημιουργία του πολύ πρωτότυπου".