Από τον Αύγουστο του 2019 το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου (ΕΚΤ) είναι πλέον αυτόνομο Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, υπό την εποπτεία του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης, ενώ τον Δεκέμβριο το υπουργείο ανακοίνωσε το Διοικητικό Συμβούλιο του νέου φορέα.
Στο αφιέρωμα αυτού του τεύχους παρουσιάζουμε τη νέα φυσιογνωμία του οργανισμού ως απόρροια της εξελικτικής του πορείας από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τολμάμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι το ΕΚΤ ήταν από τους πρώτους που έθεσαν το ζήτημα της σύζευξης τεχνολογίας και πληροφόρησης, προετοιμάζοντας το έδαφος για τις σημερινές εξελίξεις σε επίπεδο θεσμών και δομών που προωθούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας.
Συγχρόνως, συζητάμε με τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη για τις μείζονες προκλήσεις στη μετάβαση της Ελλάδας στην ψηφιακή εποχή, αλλά και για αυτά που αναμένονται από το ΕΚΤ στο πλαίσιο του σχεδιασμού του υπουργείου.
Διαμορφώνοντας τη δημόσια συζήτηση
Οι μεγάλες εταιρείες με οργανωμένα τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης, ήδη από τη δεκαετία του ’60 κατανοούν ότι το κέντρο της πληροφόρησης δεν είναι πια η βιβλιοθήκη, αλλά το υπολογιστικό τους κέντρο. Σε αυτό το πνεύμα, το οποίο έδινε μεγάλη βαρύτητα στη χρήση των υπολογιστών, των βάσεων δεδομένων και τηλεπικοινωνιών, δημιουργήθηκε το ΕΚΤ.
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε μια νέα εποχή για την επιστήμη, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας ήταν η εκρηκτική αύξηση του αριθμού των επιστημονικών δημοσιεύσεων. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 η διεθνής επιστημονική κοινότητα είχε εντοπίσει αυτό που ονομάστηκε ως το «πρόβλημα της πληροφόρησης στην επιστήμη»: η παραγωγή επιστημονικής και τεχνολογικής πληροφορίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν ήταν διαχειρίσιμη από τις υποχρηματοδοτούμενες και υποστελεχωμένες βιβλιοθήκες της εποχής.
Το πρόβλημα γινόταν ακόμα μεγαλύτερο για τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου δεν υπήρχε αναπτυγμένο σύστημα επιστημονικής και τεχνολογικής πληροφόρησης. Τα παραπάνω αποτυπώθηκαν στη μελέτη United Nations International Scientific Information System (UNISIST) της UNESCO - αποτέλεσμα δουλειάς τριών χρόνων που εκδόθηκε το 1971.
Ένα από τα συμπεράσματα της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ότι για να γεφυρωθεί το χάσμα της πληροφόρησης που υπήρχε ανάμεσα στις βιομηχανικές και τις αναπτυσσόμενες χώρες, κρίνεται απαραίτητη η ίδρυση σε κάθε χώρα μιας δημόσιας υπηρεσίας υπεύθυνης για τη διαχείριση της επιστημονικής και τεχνολογικής πληροφόρησης. Στην περίπτωση της Ελλάδας αυτή η υπηρεσία δεν ήταν άλλη από αυτή που αργότερα ονομάστηκε Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ).
Το 1977 ξεκίνησαν οι πρώτες συντονισμένες προσπάθειες για τη δημιουργία ενός Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, υπό την αιγίδα του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη, United Nations Development Programme (UNDP). Η συνδρομή του UNDP ήταν τόσο σε οικονομικό όσο και σε τεχνικό επίπεδο με την αποστολή εμπειρογνωμόνων και εκπαιδευτών. Από τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, οι προσπάθειες άρχισαν να γίνονται πιο εντατικές και αποτελεσματικές μέχρι να φτάσουμε στο 1989, οπότε το ΕΚΤ θεσμοθετήθηκε ως Επιστημονική Εγκατάσταση Εθνικής Χρήσης στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών.
Όσο διεξαγόταν η διεθνής συζήτηση σχετικά με το μέλλον της τεκμηρίωσης και της επιστημονικής πληροφόρησης, όλο και γινόταν περισσότερο αποδεκτό από την πλειοψηφία των εμπλεκόμενων, ότι κεντρικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια θα είχε η τεχνολογία: ο υπολογιστής και τα καινούργια εργαλεία που είχαν αναπτυχθεί όπως τράπεζες πληροφοριών και βάσεις δεδομένων.
Η δημιουργία βάσεων δεδομένων και συστημάτων διαχείρισης βάσεων δεδομένων στη δεκαετία του ‘60 ήταν μια σημαντική εξέλιξη που άλλαξε τον τρόπο συλλογής, αποθήκευσης και διαχείρισης των πληροφοριών προκαλώντας, κυρίως στις πιο αναπτυγμένες οικονομικά και βιομηχανικά χώρες, σημαντικές αλλαγές στη διαχείριση της επιστημονικής πληροφορίας.
Οι μεγάλες εταιρείες με οργανωμένα τμήματα Έρευνας και Ανάπτυξης κατανόησαν ότι το κέντρο πληροφόρησης δεν ήταν πια η βιβλιοθήκη, αλλά το υπολογιστικό κέντρο τους. Σε αυτό το πνεύμα, το οποίο έδινε μεγάλη βαρύτητα στη χρήση των υπολογιστών, των βάσεων δεδομένων και τηλεπικοινωνιών, δημιουργήθηκε το ΕΚΤ για τη διάχυση της γνώσης και την ενίσχυση της ερευνητικής και επιχειρηματικής δραστηριότητας. Αυτό ακριβώς το γεγονός μας δίνει το επιχείρημα για να υποστηρίξουμε ότι το ΕΚΤ είναι ένας θεσμός ψηφιακός από την ίδρυσή του.
Μια από τις αρχικές σκέψεις σχετικά με τον ρόλο του ΕΚΤ, ήταν, πέρα από κέντρο Τεκμηρίωσης, να αποτελέσει έναν φορέα υπεύθυνο για την εισαγωγή τεχνολογιών πληροφορικής στο Δημόσιο. Η δημιουργία ενός Κέντρου Τεκμηρίωσης εκ του μηδενός ήταν ένας τιτάνιος στόχος από μόνος του οπότε οι συγκεκριμένες σκέψεις δεν τελεσφόρησαν, ωστόσο, όπως η πραγματικότητα αποδεικνύει, το ΕΚΤ ως χώρος εισαγωγής και ανάπτυξης νέων τεχνολογιών ενίσχυσε σε σημαντικό βαθμό την υιοθέτησή τους από πλήθος φορέων.
Για αυτό τον λόγο, σε συνέντευξή του στους Financial Times, στο φύλλο της 1ης Νοεμβρίου 1984, ο υπουργός Έρευνας και Τεχνολογίας Γιώργος Λιάνης, ένθερμος υποστηρικτής των υπολογιστών και των δυνατοτήτων που προσέφεραν, ανέφερε ως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα στον τομέα της Τεχνολογίας της Πληροφορικής στην Ελλάδα, τη δουλειά που εξελισσόταν στο ΕΚΤ.
Μια από τις πρώτες κινήσεις που έγιναν στη δεκαετία του ’80 ήταν η εκκίνηση μιας πολύχρονης, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, συνεργασίας με το Deutsche Institut für Medizinische Dokumentation und Information (DIMDI), υπεύθυνο φορέα για την Τεκμηρίωση στον χώρο της Υγείας στη Γερμανία. Εκείνη την περίοδο άρχισαν να γίνονται κατανοητές στην Ελλάδα οι τεράστιες δυνατότητες που παρείχαν οι βάσεις δεδομένων στους χρήστες τους (επιστημονική, ακαδημαϊκή, επιχειρηματική κοινότητα).
Αποφασίστηκε λοιπόν η απόκτηση ενός μηχανήματος με το οποίο θα ήταν δυνατή η πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων που υπήρχαν στον κεντρικό υπολογιστή του DIMDI. Αποκτήθηκε ένα τερματικό VT 100 στην έξοδο του οποίου δεν υπήρχε συνδεδεμένη οθόνη αλλά ένας εκτυπωτής.
Με τη συγκεκριμένη διάταξη γίνονταν online αναζητήσεις στις βάσεις δεδομένων που διατηρούσε το DIMDI για την εύρεση διεθνών δημοσιεύσεων και εν συνεχεία η παραγγελία τους. Ένας από τους πρώτους που παρακολούθησε τη διάταξη που περιγράψαμε σε λειτουργία ήταν ο τότε υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (όπως ονομαζόταν το υπουργείο Υγείας) Σπυρίδων Δοξιάδης.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε, μάλλον με ασφάλεια, ότι η επίδειξη που έγινε στον υπουργό, από τον Ευάγγελο Μπούμπουκα, μετέπειτα διευθυντή του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης, ήταν μια από τις πρώτες επιδείξεις των δυνατοτήτων των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) σε Έλληνα αξιωματούχο. Ο Σ. Δοξιάδης, εντυπωσιασμένος από τις δυνατότητες που ανοίγονταν για την επιστημονική πληροφόρηση της ιατρικής κοινότητας της χώρας, αποφάσισε αμέσως την έναρξη της συνεργασίας του υπουργείου με το ΕΚΤ, η οποία συνεχίστηκε για δεκαετίες.
Το 1982 η εγκατάσταση δώδεκα υπολογιστών (microcomputers με όρους της εποχής) δημιούργησε ένα υπολογιστικό κέντρο στο οποίο εργάζονταν εκπαιδευμένοι επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, υπεύθυνοι για την αναζήτηση επιστημονικών δημοσιεύσεων στις διεθνείς βάσεις δεδομένων.
Το 1986 εγκαταστάθηκε στο ΕΚΤ ο πρώτος Διαθέτης (Host Computer) ανοικτής πρόσβασης. Ήταν συνδεδεμένος με πάνω από 1.000 διεθνείς βάσεις δεδομένων στις οποίες μπορούσε να γίνει αναζήτηση επιστημονικών άρθρων και μελετών, ενώ η ύπαρξή του δημιούργησε το πρώτο περιβάλλον για την παραγωγή βάσεων δεδομένων ελληνικού περιεχομένου. Πλέον υπήρχε η δυνατότητα να τεκμηριωθεί και να διαφυλαχθεί υλικό μεγάλης αξίας όπως επιστημονικές δημοσιεύσεις, περιεχόμενο πολιτισμού, τεχνικές αναφορές από έργα που υπήρχαν στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, ή ο κατάλογος των ερευνητικών προγραμμάτων που ήταν σε εξέλιξη στη χώρα κ.ά.
Ο Διαθέτης αυτός, που αποτέλεσε μια σημαντική εξέλιξη στη λειτουργία του ΕΚΤ, αντικαταστάθηκε το 1992 από τον Διαθέτη «ΕΡΜΗ», ο οποίος, με τις δυνατότητες που είχε, αναβάθμισε σημαντικά τις υπηρεσίες που παρείχε το ΕΚΤ. O κεντρικός υπολογιστής (mainframe) του «ΕΡΜΗ» ήταν κατασκευής Siemens ενώ το λογισμικό διαχείρισης των βάσεων δεδομένων GRIPS είχε αναπτυχθεί στο DIMDI.
Παρά το γεγονός ότι οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνταν στο ΕΚΤ έρχονταν από το εξωτερικό, η υποδοχή τους εντός του φορέα δεν ήταν παθητική. Υπήρχαν δυσκολίες που σχετίζονταν με τοπικές ιδιαιτερότητες της Ελλάδας και έπρεπε να ξεπεραστούν: η ταξινόμηση ελληνικών λέξεων ήταν πολύ δύσκολη τεχνικά, η μεταγραφή των ελληνικών ονομάτων δεν υπήρχε ως επιλογή στα περισσότερα πακέτα λογισμικού που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, η αναζήτηση σε ελληνικά κείμενα θα έπρεπε να λαμβάνει υπ’ όψη τη μορφολογική ανάλυση των ελληνικών κειμένων, κ.ά.
Ένα στοιχείο που επέτεινε τη δυσκολία ήταν, ότι το μικρό μέγεθος της ελληνικής αγοράς αύξανε το κόστος οποιασδήποτε προσαρμογής ενός λογισμικού σε ειδικές ανάγκες και απαιτήσεις.
Το πρόβλημα λύθηκε με την ανάπτυξη λογισμικού εντός του ΕΚΤ που καθιστούσε εφικτό τον χειρισμό κειμένων με λατινικούς και ελληνικούς χαρακτήρες. Η συγκεκριμένη λύση αποτέλεσε την απαρχή για τη δημιουργία εντός του φορέα ενός θύλακα υψηλής τεχνογνωσίας που δεν περιοριζόταν απλώς στην εισαγωγή έτοιμων λύσεων από το εξωτερικό με οποιοδήποτε κόστος, αλλά εξεύρισκε λύσεις σε τοπικού χαρακτήρα προβλήματα που ήταν δύσκολο να λυθούν στο διεθνές επίπεδο.
Δυσκολίες όπως αυτές που αναφέραμε έκαναν ακόμα πιο ισχυρές τις αντιστάσεις, που έτσι και αλλιώς υπήρχαν, απέναντι στη διαχείριση της επιστημονικής και τεχνολογικής πληροφορίας με τη χρήση ενός καινούργιου εργαλείου, όπως ήταν ο υπολογιστής, και μια διαφορετική προσέγγιση στην εξυπηρέτηση των αναγκών των χρηστών.
Οι αντιστάσεις προέρχονταν κυρίως από τον χώρο της βιβλιοθηκονομίας όπου επικρατούσε μια αντίληψη για τη διαχείριση της επιστημονικής πληροφορίας που δεν περιλάμβανε τα εργαλεία τα οποία παρείχε η επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη. Παρά τις όποιες δυσκολίες και αντιστάσεις όμως, τεχνικού ή κοινωνικού χαρακτήρα, το ΕΚΤ κατόρθωσε να στρέψει την Τεκμηρίωση στη χώρα προς μια σύγχρονη και επιστημονικά άρτια κατεύθυνση.
Στο επίκεντρο της αποστολής του ΕΚΤ ήταν, από την ίδρυσή του, η δημιουργία δικτύων με στόχο τη μετάβαση της χώρας από την οργάνωση σε τοπικό επίπεδο, στην οργάνωση σε εθνικό επίπεδο.
Με βάση τον νόμο πλαίσιο για την Παιδεία, όπως συμπληρώθηκε το 1983, το ΕΚΤ ανέλαβε να παρέχει «αυτοματισμό, νέες τεχνολογίες, πρόσβαση και διασύνδεση με τράπεζες επιστημονικών και τεχνολογικών πληροφοριών, εσωτερικού και εξωτερικού, μέσω καταλλήλων εθνικών και διεθνών δικτύων προς τις Κεντρικές Βιβλιοθήκες των ΑΕΙ».
Από τις πρώτες ενέργειες του ΕΚΤ στην κατεύθυνση της αναδιοργάνωσης του τοπίου των βιβλιοθηκών ήταν η δημιουργία του Εθνικού Συλλογικού Καταλόγου των Επιστημονικών Περιοδικών (ΕΣΚΕΠ).
Ο ΕΣΚΕΠ συντάχθηκε για πρώτη φορά το 1983 και από τότε συνεχώς ανανεώνεται. Αποτέλεσε την πρώτη online βάση δεδομένων που δημιούργησε το ΕΚΤ και άλλαξε δραστικά τον τρόπο που ενημερώνονταν οι χρήστες των βιβλιοθηκών για το πού διατίθεται το περιοδικό το οποίο τους ενδιέφερε.
Τη δεκαετία του ’90 ο ΕΣΚΕΠ συμπληρώθηκε με το Σύστημα διαδανεισμού βιβλιοθηκών που αναπτύχθηκε πλήρως από το ΕΚΤ για τη διευκόλυνση της παραγγελίας δημοσιευμάτων μεταξύ των βιβλιοθηκών.
Η ύπαρξη του Συλλογικού Καταλόγου συνιστούσε μια κίνηση προς την κατεύθυνση δημιουργίας ενός εθνικού δικτύου επιστημονικών βιβλιοθηκών και απομάκρυνσης από το μοντέλο της απομονωμένης και άρα αποδυναμωμένης βιβλιοθήκης. Η γνώση δεν ήταν πια «χαμένη» στα ράφια μιας βιβλιοθήκης αλλά μπορούσε να γίνει κτήμα όλο και περισσοτέρων ανθρώπων όλο και πιο εύκολα.
Στην κατεύθυνση δημιουργίας δικτύων κινήθηκε και η ανάπτυξη του λογισμικού για τον Αυτοματισμό Βιβλιοθηκών ΕΚΤ (ΑΒΕΚΤ) που διατέθηκε για πρώτη φορά το 1987. Η χρήση του συγκεκριμένου συστήματος έδινε τη δυνατότητα να αυτοματοποιηθούν οι λειτουργίες μεγάλου αριθμού ελληνικών βιβλιοθηκών, χωρίς να απαιτείται σημαντικό κόστος εξοπλισμού, εγκατάστασης και υποστήριξης.
Στελέχη του ΕΚΤ εκπαίδευσαν, φυσικά και ψηφιακά, χιλιάδες βιβλιοθηκονόμους στη χρήση του ΑΒΕΚΤ, και τους μετέφεραν τεχνογνωσία στη χρήση των βιβλιοθηκονομικών προτύπων και κανόνων (MARC, ISBD, AACR). Οι βιβλιοθήκες που είχαν προμηθευτεί το συγκεκριμένο λογισμικό μπορούσαν να επικοινωνούν μεταξύ τους και να ανταλλάσσουν δεδομένα και υπηρεσίες.
Η εγκατάσταση του «ΕΡΜΗ» στο ΕΚΤ ακολουθήθηκε από τη σύνδεσή του στα δίκτυα μεταβίβασης δεδομένων HELLASPAC και ΑΡΙΑΔΝΗ. Αυτό είχε ως συνέπεια τη δημιουργία μιας ευρύτερης υποδομής διακίνησης της επιστημονικής πληροφορίας στη χώρα. Πλέον υπήρχε η δυνατότητα μεταβίβασης δεδομένων από τον ΕΡΜΗ στους φορείς (πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα) που ήταν διασυνδεμένοι στα προαναφερόμενα δίκτυα.
Μια ακόμα πολύ σημαντική εξέλιξη προς την κατεύθυνση της δημιουργίας εθνικών δικτύων ήταν η δημιουργία εστιακών σημείων τεκμηρίωσης στα μεγάλα πανεπιστήμια της χώρας από το ΕΚΤ, το οποίο μετέφερε την τεχνογνωσία του και εκπαίδευσε το προσωπικό των πανεπιστημίων.
Τα εστιακά σημεία τεκμηρίωσης μέσω των δικτύων είχαν online πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων που διέθετε ο «ΕΡΜΗΣ». Με αυτές τις κινήσεις το ΕΚΤ καθίστατο, ολοένα και περισσότερο, το κέντρο ενός εθνικού δικτύου επιστημονικής και τεχνολογικής πληροφόρησης.
Η ψηφιοποίηση του συνόλου των διδακτορικών διατριβών το 1998 και η online αναζήτηση και διάθεση τους, έκλεισε τη δεκαετία του 1990, καθιστώντας το ΕΚΤ πρωτοπόρο σε διεθνές επίπεδο.
Διαμορφώνοντας τη δημόσια συζήτηση
Στη δεκαετία του 2000 το ΕΚΤ πρωτοστάτησε στη δημόσια συζήτηση για την εισαγωγή της έννοιας και του περιεχομένου της «Κοινωνίας της Πληροφορίας» στην Ελλάδα, μιας έννοιας που κυριάρχησε στο δημόσιο λόγο τα χρόνια που ακολούθησαν. Ήταν ο πρώτος ελληνικός φορέας που εντάχθηκε στο κίνημα της Ανοικτής Πρόσβασης (Open Access) στην επιστημονική γνώση, καθώς υπέγραψε τη Διακήρυξη του Βερολίνου, ιδρυτικό κείμενο της Ανοικτής Πρόσβασης, ήδη από το 2003, έτος συγγραφής της.
Το ΕΚΤ είχε τη δυνατότητα όχι μόνο να παρακολουθήσει αλλά και να διαμορφώσει τη δημόσια συζήτηση διότι εκτός της θεσμικής του αποστολής κατείχε την απαραίτητη τεχνολογία και το ανθρώπινο δυναμικό για να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών.
Οι τεχνικές δυνατότητες και η τεχνογνωσία που διέθετε το ΕΚΤ στη συλλογή, αποθήκευση, τεκμηρίωση αλλά και ψηφιοποίηση υλικού το κατέστησαν έναν από τους μεγαλύτερους διαθέτες ελληνικού ψηφιακού περιεχομένου, επιστημονικής και πολιτιστικής φύσης.
Υπηρεσίες όπως τα αποθετήρια ψηφιακού περιεχομένου, η πλατφόρμα δημοσίευσης ηλεκτρονικών περιοδικών ePublishing, το πλήρες ψηφιακό Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, είχαν ως προαπαιτούμενο την υποδομή και την τεχνογνωσία που είχε αναπτυχθεί στο ΕΚΤ.
Η ανάπτυξη της υποδομής και η εξέλιξη του ανθρώπινου δυναμικού συνεχίστηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν. Λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2000 εισήλθαν στο ΕΚΤ τεχνολογίες αιχμής όπως αυτές του υπολογιστικού νέφους (cloud computing). Το υπολογιστικό Κέντρο (Data Center) του ΕΚΤ είναι από τα πλέον σύγχρονα στη χώρα και αποτελεί σημείο αναφοράς τόσο για τις υπηρεσίες που προσφέρει όσο και για τις προδιαγραφές με τις οποίες λειτουργεί.
Το αίτημα για τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας είναι πολύ ισχυρό στην περίοδο που διανύουμε. Το ΕΚΤ, με την υποδομή και την τεχνογνωσία που διαθέτει, είναι σε θέση σήμερα να διαδραματίσει έναν πολύ σημαντικό ρόλο σε αυτή την προσπάθεια.
Το ΕΚΤ αντλεί τη δυναμική του από αυτό που ήταν εξαρχής: ένας καινοτόμος θεσμός πληροφόρησης με κεντρικό ρόλο στη διάχυση της γνώσης. Κυρίως, όμως, την πολλαπλασιάζει χάρη στην ικανότητά του να παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις στον χώρο της Έρευνας και της Τεχνολογίας. Σήμερα, συναντά τις προκλήσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού διαθέτοντας καλή γνώση του πεδίου, τεχνογνωσία και επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου γεννήθηκε στην αυγή της νέας εποχής, όταν ήταν ορατή η έκρηξη της πληροφορίας, αλλά ήταν ακόμα ασύλληπτη η έκταση και το βάθος της τεχνολογικής έκρηξης, των μεγάλων δεδομένων, της τεχνητής νοημοσύνης. Αν οι πρωτοπόροι του εικοστού αιώνα δημιούργησαν συνδεδεμένες βάσεις δεδομένων και τα πρώτα υπολογιστικά κέντρα, σήμερα μιλάμε για τεχνολογία νέφους, για αξιοποίηση των μεγάλων δεδομένων και για συνεργατική παραγωγή νέας γνώσης.
Είναι γεγονός ότι η ίδρυση του ΕΚΤ συνδέεται με διεργασίες που λαμβάνουν χώρο σε διεθνές επίπεδο για την ανάπτυξη της Έρευνας και της Τεχνολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με την μετεξέλιξή του. Η αυτονόμηση και η υπαγωγή του στο υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης έρχεται σε μια στιγμή που το ΕΚΤ έχει κατανοήσει τις αναπτυξιακές του δυνατότητες και την αξία των δεδομένων που συλλέγει, διαθέτοντας τεχνογνωσία, σύγχρονες υποδομές και καλή γνώση του πεδίου.
Ο προσανατολισμός είναι στην ταξινόμηση και ανάλυση των μεγάλων δεδομένων ώστε να καταστούν "έξυπνα" δεδομένα προς χρήση. Όπως, επίσης, στον προσδιορισμό των στρατηγικών για την ψηφιακή οικονομία και κοινωνία, στη δημιουργία αντίστοιχων δεικτών για την καταγραφή με ακρίβεια των στοιχείων ψηφιακής καινοτομίας, αλλά και στην ανάπτυξη ψηφιακών υπηρεσιών για την επιχειρηματική κοινότητα.
Ουσιαστικά, το ΕΚΤ εξελίσσεται σε επιτελικό φορέα συσσώρευσης, επεξεργασίας και δημοσιοποίησης για χρήση, των δεδομένων του δημοσίου που εξυπηρετούν κατά προτεραιότητα τον σχεδιασμό πολιτικών, την παρακολούθηση κρίσιμων παραμέτρων βάσει των οποίων η χώρα κατατάσσεται σε διεθνή κλίμακα, αλλά και την εγχώρια ερευνητική, μελετητική και συμβουλευτική ικανότητα.
Το ΕΚΤ είναι ένας οργανισμός με πολύπλευρη δραστηριότητα, που δεν σταματά να μαθαίνει από το περιβάλλον στο οποίο κινείται. Ο κόσμος των καινοτόμων ιδεών και της επιχειρηματικότητας, η ερευνητική και ακαδημαϊκή κοινότητα, οι φορείς χάραξης πολιτικής εξελίσσονται μελετώντας πραγματικά δεδομένα, αναγνωρίζοντας υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες και αιτήματα.
Είναι στη φύση του ΕΚΤ να συνεργάζεται με αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις, να τις καταγράφει, να τις τροφοδοτεί με αξιόπιστη πληροφορία και να μαθαίνει μαζί τους.
Είδαμε προηγουμένως πως, ήδη από τη δεκαετία του ’60, το επίκεντρο της πληροφόρησης μετατοπίστηκε από τη βιβλιοθήκη στο υπολογιστικό κέντρο. Σήμερα, με την ώθηση του ψηφιακού μετασχηματισμού, οι οργανισμοί και οι υπηρεσίες πληροφόρησης μετατοπίζονται προς έναν ψηφιακό δημόσιο χώρο. Διαμορφώνονται νέες επικράτειες συγκέντρωσης δεδομένων, σχηματισμού και διάχυσης της γνώσης, ενώ αναδύονται νέες μέθοδοι οργάνωσης της δημιουργικότητας και των δυνατοτήτων που απορρέουν από τις εξελιγμένες τεχνολογικές υποδομές.
Η πρόσβαση σε ποιοτικά δεδομένα και περιεχόμενο αποτελεί κοινό αίτημα διαφορετικών ομάδων χρηστών, ενώ όλο και περισσότερο θα ακούγεται το αίτημα για διαδικασίες παραγωγής νέας αξίας από τον πλούτο των δεδομένων που είναι διαθέσιμα.
Το ΕΚΤ δεν ήταν ποτέ παθητικός συσσωρευτής. Πολύ περισσότερο σήμερα, σε διαρκή διάλογο με έγκριτους φορείς πολιτιστικού και επιστημονικού περιεχομένου, παρεμβαίνει ενεργά προκειμένου να αυξηθεί η ποσότητα και να βελτιωθεί η ποιότητα των δεδομένων που συλλέγει, απλοποιώντας τις διαδικασίες για τον μετασχηματισμό της πληροφορίας σε γνώση.
Αυτό είναι ορατό και μετρήσιμο στις πύλες αναζήτησης πολιτιστικού και επιστημονικού περιεχομένου, όπου συγκεντρώνονται τα μεταδεδομένα ψηφιακών συλλογών και εργαλεία ενιαίας αναζήτησης σε χρήστες με διαφορετικά κίνητρα και ερευνητικές ανάγκες. Είναι επίσης ορατό στις υπηρεσίες που προσφέρει το ΕΚΤ σε φορείς πληροφόρησης, αλλά και στην ίδια την επιστημονική κοινότητα.
Στην ψηφιακή εποχή, τα πάντα είναι μετρήσιμα και αξιοποιήσιμα. Απέναντι στην πρόκληση του ψηφιακού μετασχηματισμού, μιας οριζόντιας διαδικασίας που επιχειρεί να συναρθρώσει διαφορετικές δομές και λειτουργίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, το ΕΚΤ μπορεί να είναι ένας σημαντικός συντελεστής, καθώς έχει την εικόνα των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, όπως αυτή αποτυπώνεται στα δεδομένα που συλλέγει, στις στατιστικές και στους δείκτες που παράγει ως Εθνική Αρχή του Ελληνικού Στατιστικού Συστήματος. Οι δείκτες θα καταγράψουν την πορεία της μετάβασης σε μια πιο ισχυρή ψηφιακή οικονομία και κοινωνία, και η εκάστοτε πολιτική ηγεσία θα μετρά τα αποτελέσματα των πολιτικών παρεμβάσεων.
Το ΕΚΤ είναι ένας δυναμικός και εξωστρεφής οργανισμός. Συμμετέχει ενεργά σε επιστημονικά συνέδρια και διεθνείς επιτροπές, και εμπλουτίζει τον δημόσιο λόγο με νέες συνιστώσες που είναι απαραίτητες για την κατανόηση των καινοτομικών διαδικασιών σε Ελλάδα και Ευρώπη. Παρακολουθεί τις εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, συμμετέχοντας στον διάλογο που διεξάγεται στον ΟΟΣΑ και στην ΕΕ. Επεξεργάζεται θέσεις και παρεμβαίνει στη συζήτηση για την Ανοικτή Επιστήμη και τη σύζευξη έρευνας, τεχνολογίας, πληροφορίας.
Κατανοώντας σε βάθος τις αλλαγές που συντελούνται στην οικονομία και στην κοινωνία, το ΕΚΤ αλλάζει για να παραμείνει ένας θεσμός - καταλύτης για τον σχηματισμό και τη διάχυση της γνώσης, ένας θεσμός καινοτόμος και χρήσιμος στην κοινωνία.
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΤ
Με απόφαση του υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη ορίστηκαν ο πρόεδρος, ο αναπληρωτής πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου. Η θητεία των ανωτέρω είναι τετραετής.
Η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου έχει ως εξής:
Ευάγγελος Μαγείρου (πρόεδρος): Ομότιμος Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πληροφορικής
Σπύρος – Πάνος Σκούρας (αναπληρωτής πρόεδρος): Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών Σπουδών
Παρασκευή Σαχίνη: Διευθύντρια ΕΚΤ
Αργύρης Περουλάκης: Τέως Αναπληρωτής Επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Ελλάδα.
Σταύρος Τουμπής: Αναπληρωτής Καθηγητής (εκλεγμένος υπό διορισμό), Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πληροφορικής.
Αγγελική Αλεξίου: Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Πειραιώς, Τμήμα Ψηφιακών Συστημάτων
Γεώργιος Ματσόπουλος: Καθηγητής, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών