Στην Οικονομία της Γνώσης , τη νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα που δημιουργούν η παγκοσμιοποίηση και η πρόοδος της τεχνολογίας, ήταν αφιερωμένη η ημερίδα της Ειδικής Γραμματείας για την Κοινωνία της Πληροφορίας που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2003.
Στην εισήγησή του, ο Ειδικός Γραμματέας για την 'ΚτΠ' κ . Γιάννης Καλογήρου αναφέρθηκε στη σημασία της ψηφιακής σύγκλισης στο πλαίσιο της προσπάθειας της χώρας για πραγματική σύγκλιση καθώς και στην πορεία υλοποίησης της στρατηγικής της Λισαβόνας και του σχεδίου δράσης eEurope 2006.
Από την πλευρά του, ο Διευθυντής του Κέντρου Διεθνούς Επιστημονικής και Τεχνολογικής Πολιτικής του George Washington University, κ. Νίκος Βονόρτας, παρουσίασε το περιεχόμενο και τα βασικά χαρακτηριστικά της Οικονομίας της Γνώσης στις διεθνείς εξελίξεις. Αναφερόμενος στη στρατηγική της Λισαβόνας που προωθεί την Οικονομία της Γνώσης στην Ευρώπη, υπογράμμισε την ανάγκη όχι για υποστήριξη συγκεκριμένων βιομηχανιών, αλλά για άνοιγμα της γνώσης και της καινοτομίας. Επιπλέον, τόνισε τη σημασία που έχει στη νέα κοινωνία η επένδυση στη γνώση όχι μόνον από τις χώρες, αλλά και από τις επιχειρήσεις.
Χαρακτηριστικά της Οικονομίας της Γνώσης
Στο παρελθόν, η υψηλή τεχνολογία συνδεόταν με τις βιομηχανίες που παρουσίαζαν υψηλές επιδόσεις στην έρευνα, ενώ μια χώρα θεωρείτο τόσο τεχνολογικά προηγμένη όσο μεγαλύτερο ήταν το μερίδιο παρόμοιων επιχειρήσεων στο ΑΕΠ. Σήμερα, ο όρος 'υψηλή τεχνολογία' σημαίνει μάλλον τρόπο εργασίας που μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε τομέα δραστηριότητας.
Ο όρος 'Οικονομία της Γνώσης' αντανακλά την αυξανόμενη αναγνώριση του ρόλου της γνώσης στην οικονομική ανάπτυξη. Το φαινόμενο είναι ορατό κυρίως στις οικονομίες του ΟΟΣΑ, οι οποίες εμφανίζονται περισσότερο εξαρτημένες από ότι στο παρελθόν από την παραγωγή, διανομή και χρήση της γνώσης. Στους τομείς της μεταποίησης αλλά και των υπηρεσιών που συνδέονται με τις υψηλές τεχνολογίες, όπως οι υπολογιστές, τα ηλεκτρονικά, η αεροναυπηγική και το λογισμικό, παρατηρείται ταχύτερη αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης.
Παράλληλα, όμως, εμφανίζεται να έχει αυξηθεί και η διάχυση σε παγκόσμιο επίπεδο των αγαθών και υπηρεσιών, των επενδύσεων, των ατόμων και των ιδεών από τις χώρες του ΟΟΣΑ. Η προοπτική της ταχύτερης αύξησης της παραγωγής διοχετεύει ολοένα και μεγαλύτερες επενδύσεις στα αγαθά και τις υπηρεσίες υψηλής τεχνολογίας. Σαν αποτέλεσμα, ενισχύεται στις συγκεκριμένες χώρες η αίγλη των επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, στην εκπαίδευση και στην κατάρτιση, καθώς και το επίπεδο ζωής. Βέβαια, η εξέλιξη αυτή δρομολογεί και προβληματισμό για το διευρυνόμενο ψηφιακό χάσμα ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, καθώς, ενώ στις πρώτες αναλογεί μόλις το 15% του πληθυσμού της Γης, αυτές παρουσιάζουν περίπου το 90% των παγκόσμιων δαπανών για Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών και διαθέτουν το 80% των χρηστών του Διαδικτύου.
Στο πλαίσιο αυτού του φαύλου κύκλου, λιγότερες ξένες επενδύσεις θα διοχετεύονται στις χώρες που στηρίζονται λιγότερο στην υψηλή τεχνολογία, ενώ είναι εκείνες που τις χρειάζονται περισσότερο. Στην πορεία προς την οικονομία της γνώσης, η ικανότητα για δημιουργία, διανομή και αξιοποίηση της γνώσης και της πληροφορίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, εξελισσόμενη στο σπουδαιότερο παράγοντα που τροφοδοτεί την οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής. Αλλά και για τις βιομηχανίες, η ανταγωνιστικότητα συνδέεται ολοένα και περισσότερο με τον τρόπο που αξιοποιούν τους δικούς τους διαθέσιμους πόρους σε δεξιότητες και παραγωγικότητα ή και τους πόρους άλλων οργανισμών, μέσα από τη δικτύωση και τη συνεργασία.
Στο νέο περιβάλλον, η καινοτομία οδηγείται από την αγορά, με ταχύτερους ρυθμούς και συνδέεται στενότερα με την επιστημονική πρόοδο, ενώ διαπνέει όλους τους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η αύξηση του κόστους αλλά και ο μεγάλος κίνδυνος που συνεπάγεται η καινοτομία, έχουν οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις να επιλέξουν την εξειδίκευση και επικέντρωση σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Εναλλακτική λύση για την κάλυψη του κόστους της καινοτομίας είναι η συνεργασία, εξέλιξη που έχει οδηγήσει στην έκρηξη των στρατηγικών συνεργασιών μεταξύ επιχειρήσεων.
Η διείσδυση των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών έχει σταδιακά μετακινήσει το κέντρο βάρος της παραγωγής υψηλής τεχνολογίας από τη μεταποίηση σε ένα συνδυασμό μεταποίησης και υπηρεσιών, που μεταμορφώνει τη φύση των προϊόντων και των υπηρεσιών και στους δύο τομείς. Υπολογίζεται ότι περίπου το ένα τρίτο της αξίας ενός τυπικού βιομηχανικού προϊόντος αντιστοιχεί σε υπηρεσίες, όπως σχεδιασμός, πωλήσεις και διαφήμιση.
Επιπλέον, η σύγκλιση των δύο τομέων έχει αλλάξει δραματικά και τις υπηρεσίες οι οποίες πλέον εξαρτώνται περισσότερο από την έρευνα και ανάπτυξη, αντιμετωπίζοντας περισσότερο τη δραστηριότητά τους ως προϊόν. Για να επιζήσουν στον καινούριο κόσμο, οι επιχειρήσεις πρέπει να μάθουν να αποδίδουν εξίσου μεγάλη σημασία στο διανοητικό κεφάλαιό τους όσο και στους υπόλοιπους πόρους.