Τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται τα νεογνά, λόγω γενοτοξικών χημικών στα τρόφιμα και το περιβάλλον, εξετάζει το ευρωπαϊκό ερευνητικό έργο NewGeneris (Newborns and Genotoxic Exposure Risks), στο οποίο συμμετέχει το Ινστιτούτο Βιολογικών Ερευνών και Βιοτεχνολογίας (Εργαστήριο Χημικής Καρκινογένεσης και Γενετικής Τοξικολογίας) του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Το έργο συγχρηματοδοτείται από το 6ο Πρόγραμμα Πλαίσιο της ΕΕ και συγκεντρώνει 25 ερευνητικές ομάδες από 16 χώρες.
Λόγω της διατροφής ή/και του καπνίσματος της μητέρας κατά τη διάρκεια της κύησης, αλλά και του πατέρα πριν τη σύλληψη, τα έμβρυα εκτίθενται σε κινδύνους που μπορεί να οδηγήσουν στην εμφάνιση καρκίνου, άσθματος ή άλλων ασθενειών του ανοσοποιητικού συστήματος (αλλεργική ρινίτιδα, ατοπική δερματίτιδα, κ.λπ.) κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ή αργότερα.
Στην Ευρώπη κάθε χρόνο 13.000 παιδιά προσβάλλονται από καρκίνο, πιο συχνά από λευχαιμία, καρκίνο του κεντρικού νευρικού συστήματος και του λεμφικού συστήματος. Το άσθμα προσβάλλει 1 στα 7 παιδιά, ενώ 1 στα 3 είναι αλλεργικό.
Στο πλαίσιο του έργου μελετώνται, λοιπόν, οι χημικές ουσίες που συνδέονται με τις ασθένειες, καθώς και οι παράγοντες που μπορούν να δράσουν προστατευτικά. Συγκεκριμένα, οι έρευνες αφορούν τους πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (αέρια ρύπανση, τρόφιμα, κάπνισμα), τις ετεροκυκλικές αμίνες (τρόφιμα), τις νιτροζαμίνες (τρόφιμα, κάπνισμα), το ακρυλαμίδιο, τις μυκοτοξίνες, τα πολυχλωριωμένα διφαινύλια, τις διοξίνες και τα υπεροξείδια λιπαρών οξέων (τρόφιμα), την αλκοόλη (αλκοολούχα ποτά), αλλά και 'προστατευτικές' ουσίες όπως τα αντιοξειδωτικά των τροφίμων. Επίσης μελετώνται γενετικά χαρακτηριστικά που μπορεί να αποτελούν δείκτες ατομικής ευαισθησίας.
Σύμφωνα με τον επιστημονικό υπεύθυνο του έργου Σ. Κυρτόπουλο (Διευθυντή Ερευνών στο ΕΙΕ), στόχος της έρευνας είναι η ανακάλυψη νέων βιολογικών δεικτών (biomarkers), δηλαδή συστατικών ιστών ή υγρών του σώματος που η μέτρησή τους δίνει πληροφορίες σχετικά με την έκθεση σε διάφορες ουσίες ή με τις κυτταρικές βλάβες που αυτές προκαλούν πολύ πριν την εμφάνιση της ασθένειας. Οι βιολογικοί δείκτες μετρούνται κυρίως σε δείγματα αίματος από την έγκυο μητέρα και από τον ομφάλιο λώρο (μετά τη γέννηση), ενώ εκτιμήσεις γίνονται και από σχετικά ερωτηματολόγια.
Η έρευνα καλύπτει μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες (μητέρες/παιδιά) από τη Νορβηγία, την Αγγλία, τη Δανία, την Ισπανία, τη Γερμανία και την Ελλάδα. Τα αποτελέσματα αναμένεται να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη προφύλαξη της υγείας των νεογνών, η οποία απειλείται από την έκθεση σε βλαπτικούς παράγοντες κατά τη διάρκεια της κύησης.