Νέες μεθοδολογίες εντοπισμού επιγενετικών δεικτών πρόγνωσης του καρκίνου

17.09.2010

Kαινοτόμες επιγενετικές προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση του καρκίνου εξετάζει το νέο ευρωπαϊκό ερευνητικό δίκτυο EpiDiaCan (Development of sensitive methodologies for exploitation of early epigenetic marker diagnosis in major types of cancer), το οποίο ξεκίνησε πρόσφατα να υλοποιείται από κοινοπραξία φορέων, με συντονιστή το Εργαστήριο Γονιδιακής Ρύθμισης του Ινστιτούτου Βιολογίας και Βιοτεχνολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΙΒΕΒ/ΕΙΕ).

Oι ερευνητές επιδιώκουν την ανακάλυψη δεικτών που θα βοηθήσουν τη διάγνωση και πρόληψη του καρκίνου, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκουν την ανάπτυξη αποτελεσματικών εξατομικευμένων θεραπειών για την αντιμετώπισή του, με νέα αντικαρκινικά φάρμακα.

Το EpiDiaCan χρηματοδοτείται από το 7ο Πρόγραμμα Πλαίσιο για την έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τρία χρόνια, με το ποσό των 2,8 εκατ. ευρώ. Συμμετέχουν επιστήμονες από επτά φορείς πέντε χωρών (Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Πορτογαλία), με διαφορετικές κατευθύνσεις όπως: μοριακή και κυτταρική βιολογία, επιγενετική, βιολογία του καρκίνου και κλινικές μελέτες. Οι συμμετέχοντες φορείς περιλαμβάνουν σημαντικά Εργαστήρια και Ινστιτούτα για την έρευνα και θεραπεία του καρκίνου στην Ευρώπη. Aπό ελληνικής πλευράς εκτός από το ΙΒΕΒ/ΕΙΕ συμμετέχει και το Εργαστήριο του Δρα Ι. Ταλιανίδη από το Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας & Γενετικής του Ερευνητικού Κέντρου Βιοϊατρικών Επιστημών Α. Φλέμιγκ.

Τα τελευταία χρόνια υλοποιούνται αξιόλογες προσπάθειες για τον εντοπισμό νέων επιγενετικών παραγόντων που θα επιτρέπουν την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου. Η ερευνητική ομάδα του Εργαστηρίου Γονιδιακής Ρύθμισης του ΙΒΕΒ/ΕΙΕ μελετά ήδη τους μηχανισμούς της καρκινογένεσης και έχει αναδείξει σε καρκινικά μοντέλα νέους δείκτες, όπως μεθυλτρανσφεράσες/απομεθυλάσες των ιστονών.

Επιγενετικοί παράγοντες είναι οι παράγοντες που ρυθμίζουν την ενεργή η ανενεργή κατάσταση ενός γονιδίου, η οποία δεν εξαρτάται μόνο από την αλληλουχία του DNA, αλλά από τις δομικές και ρυθμιστικές υπομονάδες του γονιδίου, όπως τα νουκλεοσώματα και οι ιστόνες. Για τις κυτταρικές λειτουργίες, λοιπόν, δεν έχει μόνο σημασία η αλληλουχία του DNA, αλλά και οι μηχανισμοί που επιτρέπουν στα κύτταρα να ρυθμίζουν τα γονίδια που είναι απαραίτητα, Οι Έλληνες ερευνητές μελετούν κυρίως ιστόνες, δηλαδή ομάδες πρωτεϊνών που είναι πλούσιες σε βασικά αμινοξέα που συμμετέχουν στη γονιδιακή ρύθμιση, καθώς και ένζυμα που διαμορφώνουν αυτές τις πρωτεΐνες.

Τα ένζυμα που αλλάζουν τη διαμόρφωση των ιστονών με μεθυλίωση, ακετυλίωση, φωσφορυλίωση, ελέγχουν βασικές κυτταρικές λειτουργίες, όπως ρύθμιση της γονιδιακής έκφρασης και επιδιόρθωση βλαβών του DNA. Με την αλληλούχιση του γονιδιώματος του ανθρώπου, τα γονίδια πολλών τέτοιων ενζύμων έχουν απομονωθεί και χαρακτηρίζονται. Ταυτόχρονα διερευνάται η σημασία τους σε ασθένειες, όπως ο καρκίνος. Πιστεύεται μάλιστα, ότι αρκετές μεθυλ-, ακετυλ-τρανσφεράσες των ιστονών συμμετέχουν στα πρώιμα στάδια ογκογένεσης, και έτσι θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρώιμους επιγενετικούς δείκτες της νόσου.

'Σε μοντέλα-συστήματα καρκίνου έχει δειχθεί η σημασία επιλεγμένων επιγενετικών παραγόντων και απομένει ο σχεδιασμός νέων μεθόδων για τη χρήση τους στη κλινική' επισημαίνει ο Δρ Αλέξανδρος Πίντζας, επιστημονικός υπεύθυνος του Εργαστηρίου Γονιδιακής Ρύθμισης του ΕΙΕ/ΙΒΕΒ. 'Καποια απο αυτά τα ένζυμα στοχεύονται ήδη και για την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών σχημάτων' συμπληρώνει ο κ. Α. Πίντζας.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, η κατανόηση του μηχανισμού ρύθμισης των μεθυλοτρανσφερασών μπορεί να συμβάλλει περαιτέρω στην καλύτερη αξιοποίηση τους και να γεφυρώσει τη γνώση μεταξύ γενετικών-επιγενετικών αλλαγών στην καρκινική εξέλιξη. Επίσης, μπορεί να προσφέρει μία νέα γενιά αντικαρκινικών φαρμάκων.

Όσον αφορά τη δημόσια υγεία, είναι προφανές ότι η βέλτιστη χρήση των νέων αυτών δεικτών και των θεραπευτικών πρωτοκόλλων θα έχει συνέπεια τον χαμηλό χρόνο παραμονής των ασθενών στο νοσοκομείο, χαμηλότερες δαπάνες και υψηλή αποδοτικότητα.

Όπως επισημαίνει ο Δρ Α. Πίντζας, το επόμενο διάστημα, οι νέες δράσεις του έργου EpiDiaCan, το οποίο εστιάζεται κυρίως στον καρκίνο του παχέος εντέρου και του προστάτη, αφορούν την κατανόηση του μηχανισμού δράσης των επιγενετικών παραγόντων, καθώς και την ανάπτυξη κατάλληλων εργαλείων και μεθόδων που θα δοκιμαστούν σε προ-κλινικά στάδια, με βάση τη δραστικότητα των επιλεγμένων παραγόντων, ανά περίπτωση. Τα επιτυχημένα πρωτόκολλα θα μπορούν αργότερα να δοκιμαστούν σε κλινικά δείγματα ασθενών που παρουσιάζουν τις ιδιαίτερες επιγενετικές αλλοιώσεις, με στόχο την έγκαιρη διάγνωση και πρόγνωση.

Σύμφωνα με τον Δρ. Α. Πίντζα 'υπάρχουν πολλά γονίδια, οι αλλοιώσεις των οποίων συνδέονται με τη διαδικασία της καρκινογένεσης, καθώς και πολλοί επιγενετικοί παράγοντες που ρυθμίζουν αυτά τα γονίδια και συντελούν στην ανάπτυξη του καρκίνου. Με βάση τη γνώση αυτή αναζητούμε πλέον μοριακή κλινική διάγνωση που οδηγεί σε εξατομικευμένες θεραπείες για τον καρκίνο'.