Ένα 'Ελληνικό Μοντέλο Καινοτομίας' προτείνει η Μελέτη για την 'Καινοτομία στην Ελλάδα' του Ιδρύματος Κόκκαλη

09.07.2009

Τη νηπιακή της φάση διανύει η 'Καινοτομία στην Ελλάδα', σύμφωνα με την ομώνυμη μελέτη που εκπονήθηκε από ομάδα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) με πρωτοβουλία του Ιδρύματος Κόκκαλη. Η μελέτη παρουσιάστηκε σε εκδήλωση-συζήτηση που διοργάνωσε στις 18 Ιουνίου το Ίδρυμα Κόκκαλη, υπό την αιγίδα του ΣΕΒ, τιμώντας το Ευρωπαϊκό Έτος Καινοτομίας.

Η μελέτη απεικονίζει και αξιολογεί το επίπεδο καινοτομίας στην Ελλάδα σε σύγκριση με άλλες χώρες, στηριζόμενη σε ανάλυση δεικτών από διεθνείς εκθέσεις (Ευρωπαϊκός Πίνακας Καινοτομίας - European Innovation Scoreboard, Επετηρίδα Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας - World Competitiveness Yearbook του IMD και Έκθεση Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας - Global Competitiveness Report του World Economic Forum) οι οποίες δημοσιεύουν ετήσιες συγκρίσεις χωρών για την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, αλλά και σε στοιχεία από άλλες διεθνείς εκθέσεις που παρουσιάζουν συγκρίσεις για την εθνική κουλτούρα και τις αξίες (Hofstede, World Values Survey), την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος (PISA-ΟΟΣΑ) καθώς και συγκρίσεις δημόσιων πολιτικών.

Από τη μελέτη, την οποία μπορεί κανείς να διαβάσει στο σύνολό της στο δικτυακό τόπο του Ιδρύματος Κόκκαλη (http://www.kokkalisfoundation.gr/page.ashx?pid=5&aid=51&cid=11&qcid=31), προκύπτει σημαντική υστέρηση της Ελλάδας στις περισσότερες πτυχές καινοτομίας, ενώ η σύγκλιση με το μέσο κοινοτικό επίπεδο δεν φαίνεται άμεσα δυνατή. Ενώ άλλες μικρές χώρες (Κύπρος, Εσθονία, Τσεχία, Ισραήλ) κάνουν άλματα προόδου, αλλά και ενώ μικρές χώρες είναι ηγέτιδες στην καινοτομία (Ελβετία, Σουηδία, Δανία, Φιλανδία), η Ελλάδα επιδεικνύει ιδιαίτερα χαμηλές επιδόσεις σε δαπάνες Έρευνας & Ανάπτυξης, καινοτομική δυνατότητα των επιχειρήσεων, εμπορικά σήματα και πατέντες, ποιότητα εκπαιδευτικού συστήματος, σύνδεση πανεπιστημίου-βιομηχανίας, ευκολία ίδρυσης επιχειρήσεων και υποδομές τεχνολογίας.

Αν και η Ελλάδα κατατάσσεται υψηλά σε υιοθέτηση καινοτομιών και νέων προϊόντων από τις εταιρείες, υστερεί σε καινοτομική επίδοση. Εμφανίζεται, δηλαδή, να επικρατεί το μοντέλο υιοθέτησης και διάχυσης νέων προϊόντων, τεχνολογιών και μεθόδων -με κάποια προσαρμογή στις συνθήκες της Ελληνικής αγοράς- που έχουν δοκιμαστεί αλλού και δεν εμπεριέχουν υψηλό βαθμό αβεβαιότητας. Προβληματικό σε μεγάλο βαθμό είναι και το γεγονός πως η Ελλάδα είναι σχετικά ανοιχτή σε νέες ιδέες, καθώς ελάχιστες από αυτές εφαρμόζονται τελικά στην αγορά. Οι συνολικές δαπάνες των επιχειρήσεων για καινοτομία και οι δημόσιες επιχορηγήσεις είναι επίσης υψηλές, χωρίς όμως να ωθούν τη χώρα σε υψηλές κατατάξεις καινοτομίας. Παράλληλα, ενώ η Ελλάδα διαπρέπει στη συμμετοχή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε διαθεσιμότητα επιστημονικού προσωπικού, η χαμηλή ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της διατήρησης ταλέντων αναιρεί σε μεγάλο βαθμό το προβάδισμα αυτό.

Όσον αφορά στις πολιτικές, η Ελλάδα δεν φαίνεται να υπολείπεται άλλων χωρών. Σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις, εφαρμόζονται καλές ευρωπαϊκές πρακτικές. Τελικά, όμως, παρά την ευρύτητα τους, οι πολιτικές υπολείπονται σε αποτέλεσμα. Το πλήθος των εμπλεκόμενων φορέων (υπάρχουν πάνω από 40 φορείς σχετικοί με την καινοτομία), η έλλειψη σαφούς στρατηγικής, η ρηχή διάχυση των εθνικών πόρων σε πολλά προγράμματα και τομείς, η ενίσχυση της γενικής επιχειρηματικότητας (χωρίς εστίαση στην καινοτομική επιχειρηματικότητα) και το γεγονός πως οι τρεις βασικές περιοχές πολιτικής -Επιχειρηματικότητα, Έρευνα & Τεχνολογία και Καινοτομία- εξελίσσονται σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητα, καθιστούν την υπάρχουσα στρατηγική μη αποτελεσματική και δεν επιτρέπουν στις πολιτικές καινοτομίας να επιτύχουν θετικές επιπτώσεις στην οικονομία και την απασχόληση.

Αυτό που προτείνει η μελέτη ως νέα στρατηγική είναι η αναγνώριση και στήριξη ενός 'Ελληνικού Μοντέλου Καινοτομίας' που θα βασίζεται στα πιο δυνατά σημεία της χώρας. Όχι, δηλαδή, στην πρωτογενή Έρευνα & Ανάπτυξη και την ενδογενή παραγωγή καινοτομιών που στηρίζει το υπάρχον Εθνικό Σχέδιο, αλλά στην απορρόφηση τεχνολογίας και καινοτομιών που έχουν παραχθεί αλλού. Αυτό μπορεί να σημαίνει έμφαση στην εφαρμογή δοκιμασμένων τεχνολογιών και λύσεων με μικρές - βηματικές καινοτομίες, την προσαρμογή στις ανάγκες των καταναλωτών, στον τρόπο εξυπηρέτησης και στις εσωτερικές οργανωτικές διαδικασίες, παρά σε ριζικές καινοτομίες.

Το μοντέλο αυτό που αναδύεται από την πράξη μπορεί να ενισχυθεί με στοχευμένες πολιτικές. Με προώθηση, για παράδειγμα, διεθνών συνεργασιών, δικτύωση για ανεύρεση δοκιμασμένων ιδεών, τεχνολογιών και μηχανισμών απορρόφησής τους, αλλά και με προγράμματα και φορείς που εστιάζονται σε αυτό, καθώς και στη στήριξη της καινοτομικής επιχειρηματικότητας. Στην ουσία η κατεύθυνση αυτή σκιαγραφεί ένα μοντέλο ανοιχτής καινοτομίας, προσαρμοσμένο στην υιοθέτηση και διάχυση λύσεων και τεχνολογίας. Βαθμιαία ανάπτυξη προς την κατεύθυνση αυτή, θα οδηγήσει σε αύξηση ικανοτήτων προσαρμογής και καινοτομιών στην εφαρμογή, με σειρά επιχειρηματικών καινοτομιών. Μακροπρόθεσμα θα βελτιώσει τις γενικότερες ικανότητες για ενδογενή καινοτομικότητα.

Όπως επισήμανε και κατά την παρουσίαση της μελέτης ο επικεφαλής της επιστημονικής ομάδας του ΟΠΑ, Καθηγητής Σπυρίδων Λιούκας, οι χαμηλές δαπάνες στην Ελλάδα για έρευνα και τα προβλήματα στον τομέα της επιχειρηματικότητας, η απουσία σύνδεσης βιομηχανίας με την εκπαίδευση και επενδυτικών σχημάτων για τα πρώτα στάδια της καινοτομικής δραστηριότητας είναι μερικοί από τους παράγοντες που συμβάλλουν στη χαμηλή κατάταξη της χώρας μας στους γενικούς δείκτες καινοτομίας. Η έμφαση στη λεγόμενη 'Ανοιχτή Καινοτομία' που δίνει σημασία στην απορρόφηση, στη διάχυση και την προσαρμογή καινοτομιών, θα αξιοποιήσει τις τάσεις που εμφανίζονται ήδη στο ελληνικό περιβάλλον, χωρίς να απαιτεί την πρότερη επίλυση σύνθετων ζητημάτων όπως η σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά, η γραφειοκρατία ή η ραγδαία αύξηση της δαπάνης.

Αλλά και ο Πρόεδρος του ΣΕΒ, κ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, προσδιόρισε την Καινοτομία ως συνδυασμό δημιουργίας και ανατροπής που απαιτεί θάρρος, ρίσκο και απαλλαγή από το φόβο του καινούριου και δεσμεύτηκε, από την πλευρά του ΣΕΒ, για τη συμβολή σε μια προσπάθεια περαιτέρω αξιοποίησης των ευρημάτων της μελέτης του ΟΠΑ και της μετάφρασής τους σε συγκεκριμένες δράσεις.

Με την υποστήριξη της συγκριτικής μελέτης 'Η Καινοτομία στην Ελλάδα' το Ίδρυμα Κόκκαλη εγκαινιάζει μια νέα σειρά ερευνητικών πρωτοβουλιών και δημοσιεύσεων στο τρίπτυχο Εκπαίδευση-Έρευνα-Οικονομία. Η υποστήριξη της εκπαίδευσης και της έρευνας, άλλωστε, αποτελεί βασικό άξονα της δραστηριότητας του Ιδρύματος. Σκοπός του Ιδρύματος Κόκκαλη είναι, με τις πρωτοβουλίες αυτές, να αναδείξει σημαντικές, λιγότερο φωτισμένες μέχρι σήμερα, πλευρές στους παραπάνω τομείς και να παρέχει ποσοτικές μετρήσεις και ποιοτικές παραμέτρους για την καλύτερη κατανόηση της θέσης της Ελλάδας και της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ευρώπης στα θέματα αυτά, συμβάλλοντας στον πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό νέων μοντέλων.