Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνίδες ερευνήτριες και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για τη στήριξη της επιστημονικής τους σταδιοδρομίας, αποτυπώνονται στη μελέτη 'Χαρτογράφηση του επιστημονικού χώρου του γυναικείου ερευνητικού δυναμικού' (www.ekt.gr/ereunitries) που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ποσοτικής και ποιοτικής έρευνας, οι ερευνήτριες του δημόσιου τομέα (πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα) θεωρούν την έλλειψη κατάλληλης κρατικής πολιτικής και τις υποχρεώσεις απέναντι στα παιδιά και την οικογένεια, βασικού ανασταλτικούς παράγοντες στην επιστημονική σταδιοδρομία τους. Για το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητη η στήριξη της οικογένειας από την Πολιτεία και η αναβάθμιση των συνθηκών εργασίας.
Σύμφωνα με την υπεύθυνη του έργου, Δρα Εύη Σαχίνη (Προϊσταμένη του Τμήματος Στρατηγικής & Ανάπτυξης του ΕΚΤ), με την εκπόνηση της μελέτης δημιουργούνται πλέον οι κατάλληλες υποδομές πληροφόρησης και οργανώνεται συστηματικά, για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ο τρόπος συλλογής στοιχείων για τις γυναίκες ερευνήτριες, με στόχο την προώθηση πολιτικών ισότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογίας. Όπως επισημαίνει η Δρ Ε. Σαχίνη: 'Είμαστε στην κατεύθυνση που θα μπορούμε να εξάγουμε στατιστικούς δείκτες με βάση τις κοινές προδιαγραφές της ΕΕ. Τα στοιχεία αυτά θα ενημερώνονται σε σταθερή βάση και θα αξιοποιούνται για τη διαμόρφωση πολιτικών ενίσχυσης των γυναικών ερευνητριών και την αντιμετώπιση προβλημάτων σταδιοδρομίας'.
Στην ποσοτική έρευνα συμμετείχαν 21 ΑΕΙ και 52 ερευνητικοί φορείς. Το ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο της έρευνας συμπληρώθηκε από 757 ερευνήτριες. Από την ανάλυση των ερωτηματολογίων προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ερευνητριών (43%) απασχολείται στις Κοινωνικές & Ανθρωπιστικές Επιστήμες και 34% στις Ιατρικές Επιστήμες. Βασικοί παράγοντες για την επιστημονική σταδιοδρομία θεωρούνται η ποιότητα της εκπαίδευσης (45%) και η στήριξη της οικογένειας (32%). Από τους οργανισμούς που συμμετείχαν στην έρευνα ζητήθηκαν επίσης στοιχεία σχετικά με τη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Με βάση τα στοιχεία που έδωσαν 50 οργανισμοί, προκύπτει ότι οι γυναίκες στελεχώνουν τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε ποσοστό 30%.
Η ποιοτική έρευνα έγινε με την Ποιοτική Μέθοδο Συλλογής Δεδομένων με συνεντεύξεις σε δείγμα 100 ερευνητριών που επιλέχθηκε με συστηματική τυχαία δειγματοληψία. Από την ανάλυση των συνεντεύξεων προκύπτουν τα εξής αποτελέσματα: Ως προς τις βασικές δυσκολίες εισόδου στο επάγγελμα αναφέρονται κυρίως η έλλειψη υποδομής και η έλλειψη αξιοκρατίας. Δεν αναφέρονται άμεσες διακρίσεις στο χώρο της εργασίας, ενώ έμμεσες διακρίσεις αναφέρονται κυρίως από μεγαλύτερες σε ηλικία ερευνήτριες. Ως αιτίες διακρίσεων αναφέρονται οι άτυπες προκαταλήψεις έναντι των γυναικών και η αναξιοκρατία.
Η συνεργασία με τους άνδρες συναδέλφους καταγράφεται ως πολύ καλή, ωστόσο πάνω από το 50% του δείγματος αναγνωρίζουν ότι οι γυναίκες ερευνήτριες αντιμετωπίζουν περισσότερα προβλήματα που σχετίζονται με την έλλειψη χρόνου λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων. Για αυτούς τους λόγους, 66% θεωρούν το φύλο ως εμπόδιο στην εξέλιξη της καριέρας τους. Ποσοστό 76.3% των ερευνητριών αναφέρουν ότι η εργασία επεμβαίνει στην οικογενειακή ζωή, ενώ στην πλειοψηφία τους (76%) οι ερευνήτριες του δείγματος δεν διεκδίκησαν ανώτερες θέσεις. Το 92% των συμμετεχουσών στην έρευνα, δηλώνουν ικανοποιημένες ή πολύ ικανοποιημένες από το επάγγελμά τους.
Η επεξεργασία των ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν θα οδηγήσει στη διαμόρφωση προτάσεων για μελλοντικές πολιτικές για την καταπολέμηση των διακρίσεων, με ενέργειες όπως η υιοθέτηση πολιτικής Gender Mainstreaming (η ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου σε όλες τις πολιτικές της ΕΕ), η διατύπωση συστάσεων για απαραίτητες νομοθετικές αλλαγές, η υιοθέτηση ορθών πρακτικών και επιστημονικών μεθόδων στις διαδικασίες πρόσληψης, επιλογής και προαγωγής, η καταπολέμηση των φυλετικών στερεοτύπων κ.ά.